­
Τοπωνυμικό
Μενού πλοήγησης


Η ωραία αρχιτεκτονική του ναού και η νεοκλασική πρόσοψή του αποτελούν πραγματικό κόσμημα της περιοχής. Μηχανικός του ναού ήταν ο Νίκολα Mancusco, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης μηχανικός και στον ίδιο ρυθμό έκτισε και άλλους μεγαλύτερους ναούς στη Σούδα και στο Ηράκλειο, που, δυστυχώς, ο Β΄ Παγκοσμιος Πόλεμος τους κατέστρεψε ολοκληρωτικά.
Το έτος 1974 ο ναός βρισκόταν σε δραματική κατάσταση. Έτσι, το 1980 η εκκλησία του αγίου Αντωνίου αναστηλώθηκε με τη βοήθεια των ντόπιων πιστών και των ξένων, κυρίως Ελβετών.
Η παρουσία των ρωμαιοκαθολικών στο Ρέθυμνο ανέρχεται σε πολλούς αιώνες πριν. Κατά την Ενετοκρατία η πόλη υπήρξε έδρα ρωμαιοκαθολικού επισκόπου και ως καθεδρικός ναός χρησιμοποιούνταν εκείνος του αγίου Φραγκίσκου, στην οδό εθνικής Αντιστάσεως. Σήμερα στο Ρέθυμνο ζουν ελάχιστοι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά το εκκλησίασμα αυξάνεται κατακόρυφα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες- από τον Μάρτιο ως τον Νοέμβριο- που πολυάριθμοι τουρίστες κατακλύζουν την πόλη μας και οι οποίοι εκκλησιάζονται σε αυτόν.

Η ιστορία του ναού έχει ως εξής: Το έτος 1855 οι ιερομόναχοι Καπουτσίνοι, που εξυπηρετούσαν, όπως και σήμερα, τη Ρωμαιοκαθολική κοινότητα του Ρεθύμνου, έχτισαν ένα μικρό μοναστήρι στο μέρος όπου στις μέρες μας βρίσκεται ο καθολικός ναός. Την έκταση είχαν αγοράσει ήδη από το 1851. Πολύ αργότερα, το έτος 1897, χτίστηκε ο σημερινός ναός, επειδή ο μοναστηριακός, που προϋπήρχε στον ίδιο χώρο, δεν επαρκούσε πια λόγω των αυξημένων αναγκών που δημιούργησε και η παρουσία των ξένων Δυνάμεων στην Κρήτη. Κτητορική επιγραφή επί της οδού Μεσολογγίου, στη λατινική γλώσσα, αναγράφει το ιστορικό της οικοδόμησης:
ΤΗΝ 30Η ΜΑΡΤΙΟΥ
1890
ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ
ΟΙ  ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΙ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΑΝ
Να σημειωθεί ότι τον ίδιο καιρό, επί Κρητικής Πολιτείας, η σημερινή οδός Δαμβέργη, βόρεια του οικοδομικού συγκροτήματος του ναού, ονομαζόταν οδός Καθολικών, λόγω της υπάρχουσας εκεί Ρ/καθολικής εκκλησίας.

Ρέμα Γερανιώτικα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ρέμα Γερανιώτικα (περιοχή Γερανιώτικα, παρά τη σημερινή οδό Αποστολάκη)
Σε χάρτη του Νοεμβρίου 2006, αντιπλημμυρικής προστασίας του Δήμου Ρεθύμνου, το εν λόγω ρέμα αναφέρεται ως ρέμα Ντόγα, από την ομώνυμη, προφανώς, ταβέρνα, που, από τη δεκαετία του 1980, υπάρχει στην περιοχή (πβ. και τοπων. Γερανιώτικα).

Ιδαίον{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ιδαίον, το  (στο Ιδαίον). Πρόκειται για νεότερη ονομασία, από τη δεκαετία του ’70, που ανεγέρθηκε το εν λόγω ξενοδοχείο Ιδαίον του Ν. Μπιρλιράκη, από τα πρώτα της πόλης μας, που έδωσε εξαιρετική ώθηση στον τουρισμό του τόπου. Το τοπωνύμιο προσδιορίζει τον συγκεκριμένο, περί το ξενοδοχείο, χώρο της ευρύτερης συνοικίας Γκιουλούμπαση, στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε το εργοστάσιο επιπλοποιίας του Βαγγέλη Μουδριανάκη, με δεκάδες εργαζομένων σε αυτό.

 

Ανώνυμο Ρέμα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ανώνυμο Ρέμα
Καλυμμένο σήμερα από την οδό Ν. Ασκούτση.

Τουρκικό Μαυσωλείο{ width=
Τουρκοκρατία

Τουρκικό Μαυσωλείο

Δεν απαντά ως τοπωνύμιο στα τουρκικά έγγραφα. Όμως, ως κτίσμα της περιοχής θα μπορούσε, ασφαλώς, να προσδιορίσει τοπωνυμικά τον γύρω σε αυτό χώρο. Πρόκειται για οθωμανικό ταφικό μνημείο / μαυσωλείο [δηλαδή τουρμπέ (τουρκ. türbe)]. Είναι ένα μικρό θολωτό κτίσμα με ιδιόρρυθμο τρούλο, που βρίσκεται ΝΔ του τζαμιού, στην είσοδο της πλατείας, από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως. Ήταν τάφος μουσουλμάνου φονευθέντος το 1646, στην πολιορκία του Ρεθύμνου, το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο. Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, γιατί οι Τούρκοι το ανακαίνισαν στα 1911.

Κόρπους Κρίστι{ width=
Βενετοκρατία

Κόρπους Κρίστι (Corpus Cristi) (εκκλησία- συνοικία)

Δεν απαντά ως τοπωνύμιο στους νοταρίους. Όμως, ως σημαντικό κτίσμα της περιοχής θα μπορούσε να προσδιορίσει τοπωνυμικά τον γύρω σε αυτό χώρο. Πρόκειται για το παρεκκλήσι δίπλα στον ρ/καθολικό ναό της Santa Maria, το αφιερωμένο στο «Σώμα του Χριστού» (Corpus Cristi), που είχε χρηματοδοτηθεί από τις αδελφές Μαρία και Αντριάνα Muazzo (+1527). Μετά την οθωμανική κατάκτηση του Ρεθύμνου (1646), το εν λόγω παρεκκλήσι περιήλθε στο συγκρότημα (külliye) του τζαμιού (σημερινό τζαμί της Νεραντζές), που ίδρυσε ο κατακτητής του Ρεθύμνου Χουσεΐν Πασάς, το 1646, μετατρέποντας σε τζαμί τον ρ/καθολικό ναό της Santa Maria. Σύμφωνα με την οθωμανική επιγραφή που τοποθετήθηκε στο υπέρθυρο της εισόδου του παρεκκλησίου, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως βιβλιοθήκη (kütüphane), προφανώς για τις ανάγκες του σχολείου που είχε συστήσει ο ως άνω ιδρυτής του τζαμιού, ανάμεσα στα λοιπά οικοδομήματα του συγκροτήματος.

Σάντα Μαρία{ width=
Βενετοκρατία

Σάντα Μαρία (Santa Maria) (συνοικία)

Η Santa Maria αφορά σε ναό που, αρχικά, στα χρόνια της Βενετοκρατίας, είχε κατασκευαστεί ως καθολικό της Μονής των Αυγουστινιανών μοναχών και είχε αφιερωθεί στην Παναγία. Ήταν μια μονόκλιτη βασιλική με μεγάλα παράθυρα και δίριχτη στέγη. Σώζονται τα δύο μεγάλα παράθυρά της (όμοια με αυτά του αγίου Φραγκίσκου) και η κυρία είσοδός της, στη βόρεια πλευρά, κοσμείται με κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα, που πάνω τους έχουν τον θριγκό (με επιστύλιο, διάζωμα και οριζόντιο γείσο). Πρόκειται για ένα από τα αξιολογότερα αναγεννησιακά θυρώματα του Ρεθύμνου.
Ο αρχικός ναός, που είχε σχήμα ορθογώνιο με τα κελιά να διατάσσονται γύρω από το καθολικό, γνώρισε πολλές μετασκευές. Κυριότερη είναι αυτή της οθωμανικής περιόδου, κατά την οποία ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί από τον Γαζί (= νικητή) Ντελί Χουσεϊν Πασά, τον κατακτητή του Ρεθύμνου στα 1646 και προστέθηκε, περί πλέον, μιναρές, που γκρεμίστηκε από σεισμό ή από άνεμο κατά τον Πρεβελάκη στα 1886 ή στα 1887 . Στα δυτικά του ναού σώζεται ένα μικρό παρεκκλήσι, που κτίστηκε το 1617 και αφιερώθηκε στο Corpus Cristi («Σώμα του Χριστού»).
Και ενώ τα ονόματα των ρ/καθολικών τούτων ναών (Santa Maria και Corpus Cristi) δεν τα εντοπίσαμε, υπό οποιανδήποτε μορφή, ως τοπωνύμια στις πράξεις των νοταρίων της Ενετοκρατίας (που, όμως, θα χρησιμοποιούνταν, εννοείται, ως τοπωνυμικοί προσδιορισμοί των γύρω τους περιοχών), όμως τούτων ο πρώτος (Santa Μαria), μετασκευασμένος σε τζαμί, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, απαντά με πολλά ονόματα ως συνοικία στα τουρκικά οθωμανικά ιεροδικαστικά κατάστιχα [Χουσεΐν Πασά (Hüseyin Paşa mahallesi, Πασά Τζαμί (Paşa Çamii mahallesi) κ.λπ)] .
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε μια μαρτυρία για τον συγκεκριμένο βενετσιάνικο ναό της Santa Maria του έτους 1592, σύμφωνα με την οποία o επιφανής, καθολικός κρητικός ευγενής του Ρεθύμνου Φραγκίσκος Lombardo (πλούσιος και με έντονη ανάμειξη στη δημόσια ζωή της πόλης) είχε στενούς δεσμούς με την καθολική μονή της Παναγίας των Αυγουστινιανών μοναχών. Υπήρξε ευεργέτης του μοναστηριού, ενώ σε αυτό είχε δωρίσει μία palla, στην οποία απεικονιζόταν ο ίδιος με τα εμβλήματα του condottiero (διοικητής ίλης του τοπικού φεουδαρχικού ιππικού). Ο πατέρας του, όπως και άλλοι καθολικοί ευγενείς, επισκέπτονταν συχνά τη μονή

Άγιος Ελευθέριος{ width=
Βενετοκρατία

   Άγιος Ελευθέριος, ο (στον Άγιο Ελευθέριο)

Συνοικία «Άγιος Ελευθέριος» παρουσιάζεται συχνά στους νοταρίους, στην οποία, μάλιστα, αναφέρεται η ύπαρξη Μονής του Αγίου Ελευθερίου, με ιδιοκτήτη της και λειτουργό (πρόκειται, άρα, για ιδιωτικό μοναστήρι) τον σεβαστό παπα- Μανόλη Λούλο. Στη μονή αυτήν εκφράζουν, με νοταριακές πράξεις, πολλοί την επιθυμία τους να ταφούν. Όμως, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε καμιά από τις τόσες αναφορές του μοναστηριού και της συνοικίας κατά την Ενετοκρατία δεν δίδεται- όπως παρατηρεί και ο Γ. Γρυντάκης- κανένα στοιχείο που να προσδιορίζει, έστω και στο περίπου, τη θέση της.
Σε πράξη, πάντως, αγοραπωλησίας της Τουρκοκρατίας (του έτους 1659), καταφέραμε να εντοπίσουμε (έστω και στο περίπου), τη θέση τής εν λόγω συνοικίας του Ρεθύμνου, στην ευρύτερη συνοικία «Γιαλί». Κατά λέξη στην εν λόγω πράξη αγοραπωλησίας σημειώνεται: «Ο εκ των τιμαριούχων Ρεθύμνης γνωστός υπό το όνομα Αk Mehmet, κάτοικος της συνοικίας Yalί Άγιος Ελευθέριος Ρεθύμνης, πωλεί την εν τη συνοικία ταύτη οικίαν του εις τον Elhac Ahmet bin Omer».
Η συνοικία Γιαλί ήταν πολύ εκτεταμένη και απλωνόταν καθ’ όλον τον αιγιαλό του Ρεθύμνου, οπότε, θεωρώ πολύ πιθανόν- λόγω ομώνυμου ναού της ευρύτερης αυτής συνοικίας- να έλαβε την ονομασία «Άγιος Ελευθέριος» και το συγκεκριμένο αυτό, περί τον ναό, μικρότερο τμήμα της συνοικίας– άγνωστη, πάντως, ακόμα, η ακριβής θέση του.
Την απορία μας αυτήν, για έναν, δηλαδή, ακόμα, ακριβέστερο προσδιορισμό της θέσης της συνοικίας «Άγιος Ελευθέριος» μέσα στην ευρύτερη συνοικία Γιαλί- μας έλυσε έγγραφο- αίτηση του διαπρεπούς cittadino, και από το 1600 κρητικού ευγενούς, Γεωργίου Πατελάρου, το οποίο μάς έκανε γνωστό ο φίλος Βενετολόγος κ. Κώστας Λαμπρινός. Στο εν λόγω έγγραφο- αίτηση αναφέρει, κατά το έτος 1606, ο παραπάνω κρητικός ευγενής Γεώργιος Πατελάρος ότι κατείχε δύο αποθήκες κοντά στoν ναό του Αγίου Ελευθερίου, στην ωραιότερη συνοικία του Ρεθύμνου, η οποία βρισκόταν στην Αμμουδιά (Sabbionara). Στην αίτησή του, περί πλέον, ο Πατελάρος αποκαλεί την εν λόγω συνοικία ως την «ωραιότερη συνοικία του Ρεθύμνου», ως εκ της θέσεως της, προφανώς, στην Αμμουδιά, την ωραιότερη, από φυσικής άποψης, περιοχή της πόλης.

Λότζια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

       Λότζια, η (ιταλ. Loggia) (στη Λότζια) [συνοικία]

Τα τελευταία σαράντα χρόνια στέγαζε το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Από τότε, όμως, που αυτό μεταστεγάστηκε στο κτήριο έξω απ’ τη Φορτέτσα (παλιές φυλακές) και τελευταία, από τον Μάιο του 2016, στην αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου, η Loggia στεγάζει πωλητήριο πιστών αντιγράφων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων.

 

Μικρασιατών Πλατεία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μικρασιατών Πλατεία, η (στη bλατεία των Μικρασιατών)
Η ονομασία τής πλατείας αυτής, στην καρδιά τής παλιάς πόλης, παρά το  1ο Δημοτικό Σχολείο (Τούρκικο), με το όνομα αυτό- ύστερα από σχετική πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών- ήταν, θεωρώ, πετυχημένη, αφού, όπως είναι γνωστό, το εν λόγω σχολείο τής περιοχής («Τούρκικο»), που άρχισε να λειτουργεί το έτος 1899 ως 4/θέσιο μικτό, το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, αύξησε κατακόρυφα το μαθητικό δυναμικό του και έγινε απόλυτα ελληνικό και από το 1929 και μικτό, για αγόρια και κορίτσια, ενώ στο σχολείο αυτό διέμειναν και φιλοξενήθηκαν πρόχειρα και προσωρινά οικογένειες προσφύγων Μικρασιατών μετά την άφιξή τους στην πόλη.
Η προσφορά, στη συνέχεια, των Μικρασιατών προσφύγων στον τόπο είναι σε όλους, γενικά, γνωστή. Το Ρέθυμνο στα 1922– 1924, όταν υποδέχτηκε τους πρόσφυγες, είναι γεγονός ότι φυτοζωούσε χωρίς καμιά ανάπτυξη, με ένα εμπόριο στάσιμο και μια οικονομία που έφθινε συνεχώς. Οι πρόσφυγες, ερχόμενοι- μετά τους επανειλημμένους ξεριζωμούς τού 1915, του 1923, αλλά και του 1924- άρχισαν να ασκούν στον τόπο ευεργετικές και μόνον επιρροές και επιδράσεις. Ο πρώτος ηλεκτροφωτισμός στο Ρέθυμνο, αλλά και οι σαπωνοποιίες– η πλέον προσοδοφόρα βιομηχανία τού Ρεθύμνου κατά τον 20ο αιώνα- είναι επιτεύγματα με μεγάλη και ουσιαστική και των Μικρασιατών προσφύγων συμμετοχή, που συνέχισαν, επίσης, να λειτουργούν και να αυξάνονται σε αριθμό μετά την έλευση και με την προσωπική εργασία και συμμετοχή των προσφύγων, μέχρι και το 1940 περίπου.

Παλαιά Λίμνη{ width=
Τουρκοκρατία

Παλαιά Λίμνη, η (στη bαλιά Λίμνη)
Πολύ κοντά στο βεντσιάνικο λιμάνι, επί Ενετοκρατίας (στους νοταρίους), συναντούμε συνοικία Λίμνη, που επί Τουρκοκρατίας (στα «Έγγραφα τού Ιεροδικείου Ρεθύμνης») η ίδια ρεθεμνιώτικη συνοικία μετονομάσθηκε σε Παλιά Λίμνη, αφού, προφανώς, αφορούσε κατάλοιπο, απομεινάρι παλιού έργου της Ενετοκρατίας. Τη… «λίμνη», λοιπόν, αυτήν, που, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στην πραγματικότητα, θα είχε καταστεί μια «χαβούζα», που τον χειμώνα θα γέμιζε με νερά και το καλοκαίρι θα μεταβαλλόταν σε εστία μόλυνσης με τα σύννεφα των κουνουπιών που θα μαζεύονταν στην περιοχή εξ αιτίας των λιμναζόντων υδάτων, η τουρκική κυβέρνηση (1734), με εντολή τής Υψηλής Πύλης, εντέλλεται στους τοπικούς άρχοντες τής πόλης να την καλύψουν εναποθέτοντας εκεί την αφαιρούμενη από τον πυθμένα του λιμανιού άμμο. Και πρόκειται για περιοχή δίπλα στο βενετσιάνικο λιμάνι της πόλης, ώστε να είναι ευχερής η μεταφορά στο σημείο αυτό της άμμου και των λοιπών φερτών υλικών του λιμανιού με τα κάρα της εποχής (βλ. περισσότερα στο τοπων.  Λίμνη των χρόνων της Ενετοκρατίας).

Βενετσιάνικο Λιμάνι, το (στο Βενετσιάνικο Λιμάνι)
Το Βενετσιανικο Λιμάνι βρισκόταν περί τη συνοικία Καντάκιο, περιοχή κεντρική με καταστήματα και κατοικίες. Στην περιοχή του Βενετσιάνικου Λιμανιού, επί Ενετοκρατάς, υπήρχαν, επίσης, ο Πύργος τού ηλιακού Ρολογιού και η Λότζια, ενώ ο Gerola- πέραν αυτού στα δυτικά τής πόλης (παρά τον Άγιο Νικόλαο)- αναφέρει και άλλο νοσοκομείο για τις λοιμώδεις ασθένειες (Λαζαρέτο), το οποίο, ακριβώς, βρισκόταν στο βενετσιάνικο λιμάνι, όπου γινόταν ο έλεγχος για τυχόν λοιμώδεις ασθένειες των επισκεπτών της πόλης, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων της εποχής, γιατί ξεκλήριζαν γενιές ολόκληρες [Λαζαρέτο (βεν. Lazzaretto= λοιμοκαθαρτήριο, νοσοκομείο, καραντίνα, ιδιαίτερα για ασθενείς που πάσχουν από χολέρα)].
Η θέση του λιμανιού δεν ήταν, ασφαλώς, εκεί που έγινε από τους Βενετσιάνους, αλλά στη βραχώδη ακτή δυτικά της πόλης. και η περίπτωση, τουλάχιστον, του παθήματος των Βενετσιάνων, με τις συνεχείς προσαμμώσεις τού πυθμένα του λιμανιού [παρά τον υπόγειο οχετό που προβλέψανε, σημειωμένο με τη λέξη sboratore (= διάνοιξη) στη βάση τού βραχίονα τού λιμανιού, στο σχέδιο τού Ρεθύμνου από τον Fr. Basilicata (1618)] προϊόν σε μεγάλο βαθμό των επικρατούντων βορειοανατολικών ανέμων και τού θαλάσσιου ρεύματος που περνά από τα βόρεια παράλια τής Κρήτης- θα έπρεπε να μας είχε γίνει μάθημα και να είχε σταθεί πιο πάνω από κάποια, ίσως, «μικροσυμφέροντα», που έριξαν και το σημερινό καινούριο λιμάνι και πάλι μέσα στην Άμμο.

Αποβάθρα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αποβάθρα, η (στην Αποβάθρα)
Στην παλιά πλατεία (των αρχών του 20ου αιώνα) υπό το όνομα τού Θεοδώρου ντε Χιόστακ, Διοικητή των Ρωσικών Δυνάμεων στο Ρέθυμνο, ανευρίσκουμε σήμερα την αποβάθρα, από την οποία- μέχρι τη δημιουργία τού νέου λιμανιού- αναχωρούσαν οι επιβάτες με τις βαπορόβαρκες για τα αρόδο αγκυροβολημένα επιβατηγά πλοία (αξέχαστα εδώ τα ατμόπλοια: Αγγέλικα, Καραϊσκάκης, Αικατερίνη, Μιαούλης κ.λπ).

Κήπος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Κήπος, ο (στο Gήπο)

Πρόκειται για την περιοχή γύρω από τον σημερινό Δημοτικό Κήπο τού Ρεθύμνου. Το έργο ξεκίνησε επί δημαρχίας του Μενελάου Παπαδάκη (1923- 1925), από τα Ακούμια Αγίου Βασιλείου, στα χωραφοτόπια τού Εφκαφίου- πρώην τουρκικά μεζάρια (νεκροταφεία), που περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Δήμου Ρεθύμνου, διά παραχωρητηρίου πράξης του 1918, που εκτελέστηκε αργότερα, το έτος 1925, επί τής Δημαρχίας του Παπαδάκη. Ο Κήπος υπήρξε η καλύτερη αξιοποίηση του χώρου των τουρκικών νεκροταφείων (μεζαριών), που, επί Τουρκοκρατίας, βρίσκονταν έξω από το παλιό βενετσιάνικο τείχος, που περιέβαλλε την πόλη σαν πολυτίμητο διαμαντένιο δακτυλίδι.
Η υλοποίηση, βέβαια, και ολοκλήρωση του έργου έγινε αργότερα από τον άλλο μεγάλο ρέκτη του ωραίου και του πράσινου, Δήμαρχο Τίτο Πετυχάκη. Αυτός ο ρέκτης δήμαρχος, γενικότερα, ηγήθηκε μιας πραγματικής σταυροφορίας για τον εξωραϊσμό και τη διάδοση του πράσινου στο Ρέθυμνο (με τα πεύκα στον Εβλιγιά).
Ο αείμνηστος Τίτος Πετυχάκης, ο αγαπημένος, για πολλά έτη, Δήμαρχος των Ρεθεμνιωτών, από τον πρώτο, κιόλας, χρόνο του δημαρχιακού του έργου, τον Δεκέμβριο του 1926, άρχισε στον χώρο των τουρκικών νεκροταφείων να φτιάχνει τον θαυμάσιο Κήπο τού Ρεθύμνου, έκτασης 2500 τ.μ. Ο Δημοτικός Κήπος, απέβη έργο πρωτοποριακό στους επαρχιακούς κήπους τής Χώρας και βραβεύτηκε τόσο από τον βασιλιά Γεώργιο τον Β΄, το 1935 (χρυσό μετάλλιο και χρηματικό έπαθλο 180.000 προπολεμικών δραχμών), όσο και από την Ακαδημία Αθηνών. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στην περιτοίχισή του. Και όλα αυτά και με την ουσιαστική συμβολή και του αδικοχαμένου αρχικηπουρού Δημητρού Μανωλεσάκη (Μανωλέσου), ο οποίος, εκτός του κήπου, συνέβαλλε σημαντικά και στη δενδροφύτευση του Εβλιγιά και στο πότισμα των δενδρυλλίων με νερό που φόρτωνε και το μετέφερε στον λόφο με μουλάρια .

Τουρκικά Σχολεία{ width=
Τουρκοκρατία

Τουρκικά Σχολεία (στα Τουρκικά Σχολεία)
Στο ίδιο σύμπλεγμα που ορίζεται από τα οικοδομήματα Άγιος Φραγκίσκος (Ιμαρέτι) και τζαμί Νεραντζές εντάσσεται και το οικοδόμημα, το γνωστό σήμερα ως «Τούρκικο Σχολείο». Σύμφωνα με τη μαρμάρινη οθωμανική επιγραφή που σώζεται http://historicalcrete.ims.forth.gr/Toponyms/?listing=gazi-chouse%ce%90n-pasa-2 σήμερα στο υπέρθυρο της εξωτερικής εισόδου του σχολείου στην οδό Παπαμιχελάκη, το σχολείο ιδρύθηκε ως παρθεναγωγείο το έτος Εγίρας 1310 (1892- 93), επί τοποτηρητή της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης Μαχμούτ Τζελαντίν Πασά και επί προεδρίας (ενδεχομένως τής Σχολικής Εφορείας) τού Κλαψάρ- ζαντέ Ετχέμ Μπέι. Πιο πριν, στα πρώτα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, το σχολείο λειτουργούσε στο πάτωμα του γειτονικού τζαμιού της Νεραντζές, όπου οι μουσουλμανόπαιδες- κατά το τουρκικό σύστημα- κάθονταν κάτω, στο χαλί, γύρω- γύρω από τον δάσκαλο, μέσα στο τζαμί και μάθαιναν τα γράμματα της αλφαβήτου από το Κοράνι (όπως και τα ελληνόπουλα από τα ιερά βιβλία τής Εκκλησία).
Το νέο κτίριο (του τέλους τού 19ου αι.) που μόλις προαναφέραμε, είναι αποτέλεσμα της γενικότερης προσπάθειας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να εκσυγχρονιστεί και να ακολουθήσει την Ευρώπη . Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο με έξι αίθουσες στο ισόγειο και πέντε στον όροφο. Η ανατολική είσοδος στον περίβολο είναι ένα βενετσιάνικο θύρωμα, το οποίο αναδιαμορφώθηκε με την κατασκευή ενός μικρότερου εσωτερικού θυρώματος. Ανάμεσα στα δύο τόξα παρεμβάλλεται ένα μεγάλο επιπεδόγλυφο κομμάτι με παράσταση κληματαριάς. Εκατέρωθεν των βάσεων των παραστάδων του θυρώματος υπάρχουν ανάγλυφα λιοντάρια. Στο ύψος των επικράνων έχουν τοποθετηθεί ανάγλυφα τεμένη με την ημισέληνο στην κορυφή (alem) .
Επί Κρητικής Πολιτείας, παράλληλα προς τα χριστιανικά διδακτήρια, λειτουργούσε και το τούρκικο διδακτήριο, για τις ανάγκες των οθωμανοπαίδων τής πόλης μας, αγοριών και κοριτσιών. Τα μεν κορίτσια εισέρχονταν από τη Δυτική είσοδο (Παρθεναγωγείο), ενώ τα αγόρια, που φοιτούσαν σε διαφορετικό κτίριο του συγκροτήματος, είχαν είσοδο από την ανατολική πλευρά, όπου σήμερα ο ναός τού αγίου Φραγκίσκου. Τα παραπάνω κτίρια κατεδαφίστηκαν και αυτό που σώζεται μέχρι σήμερα, με τα τοξωτά παράθυρα, κτίστηκε τα έτη 1888- 1899 από τον μηχανικό Δασκαλάκη και με εισφορές των Τούρκων της Κωνσταντινούπολης.
Το σχολείο αυτό- γνωστό, όπως σημειώσαμε, στις μέρες μας και ως «Τούρκικο»- άρχισε να λειτουργεί το έτος 1899 ως 4/θέσιο μικτό σχολείο. Αργότερα, έγινε και μόνο Θηλέων. Το 1911 δεχόταν και ελληνόπουλα, ενώ το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έγινε απόλυτα ελληνικό και από το 1929 και μικτό, για αγόρια και κορίτσια.

Άγιος Νικόλαος Σκιέρο, ο (στον Άγιο Νικόλαο) (εκκλησία- συνοικια)
Εδώ, στην ευρύτερη παραθαλάσσια συνοικία του Σκιέρου, υπήρχε η στενότερη- αυστηρά περί την εκκλησία- συνοικία του Αγίου Νικολάου (βλ. και λήμματα: Μπαροτσανή Αυλή και Σκιέρο των χρόνων της Βενετοκρατίας).

Λίμνη{ width=
Βενετοκρατία

 Λίμνη, η (στη Λίμνη)
Η συνοικία αυτή- η ονομασία της οποίας υποδηλώνει ύπαρξη… «λίμνης» μέσα στην πόλη του Ρεθύμνου- αναφέρεται μια και μοναδική φορά από τον νοτάριο Πάντιμο, για την οποία σημειώνει κατά λέξη: «πούλησαν τα σπίτια, μισά σκεπασμένα και μισά ξεσκέπαστα, που έχουν στη συνοικία Λίμνη της πόλης, στον Τζώρτζη Δάνδολο…» (Γ. Γρυντάκη, Πάντιμος, Ένας διαφορετικός νοτάριος, Πρωτόκολλο 1613- 1642, Ρέθυμνο 2011, πρ. 14, 57). Θεωρώ ότι η εν λόγω συνοικία θα αποτελούσε περιοχή με λίγα μόνο σπίτια, γι’ αυτό και δεν υπάρχει γι’ αυτήν καμιά άλλη νοταριακή αναφορά.
Στη σημερινή, περίπου, θέση Περβόλα του Καφάτου, το σχέδιο ΙΙ (υπομνηματισμός του πίνακα 31) της Ιωάννας Θ. Στεριώτου αναφέρεται σαφώς και σημειώνει θέση Λίμνη, που, πάντως, τον λόγο ύπαρξής της οφείλει σε άλλους λόγους και όχι σε υπολείμματα τάφρου (αφού η Φορτέτσα, όπως είναι γνωστό, δεν διέθετε τάφρο).
Γεωλογικά στοιχεία που μας έδωσε ο φίλος Βασίλης Μ. Σιμιτζής, γεωλόγος του ΟΑΔΥΚ, βεβαιώνουν ότι εκεί πρέπει- επί Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας- να ήταν η συνοικία Λίμνη, αναφερόμενη σε λάκκο («λίμνη») που διανοίχτηκε με εκσκαφές στα πλειο-πλειστοκαινικά γεώδη ιζήματα (λόγω εύκολης εκσκαψιμότητας), που, στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκαν για τις επιχωματώσεις της Φορτέτσας και των λοιπών οχυρωματικών έργων. Στην ίδια, επίσης, περιοχή σχεδιαζόταν, ως γνωστόν, και θαλάσσιος δίαυλος- λιμάνι στα νότια της Φορτέτσας.

Άγιος Σωτήρας στο Λιβάδι, ο (στον Άγιο Σωτήρα) (συνοικία)
Ότι η συνοικία «Λιβάδι» αναφέρεται σε συνοικία της πόλης φαίνεται από πολλές νοταριακές πράξεις. Τα σχετικά με τον κατά προσέγγιση προσδιορισμό της θέσης τής εν λόγω συνοικίας βλ. στα λήμματα Λιβάδι της Ενετοκρατίας και Λιβάδι (Livadi), της Τουρκοκρατίας.

Λιβάδι{ width=
Βενετοκρατία

Λιβάδι, το (στο Λιβάδι)
Άγνωστη συνοικία των χρόνων της Βενετοκρατίας, παρότι πολύ συχνά αναφερόμενη από τους νοταρίους, της οποίας τη θέση, τελικά, καταφέρνουμε να προσδιορίσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, από έγγραφα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, που συνέχιζε και τότε, η εν λόγω συνοικία, να υπάρχει (βλ. το ίδιο λήμμα: «Λιβάδι [Livadi]» των χρόνων της Τουρκοκρατίας και «Άγιος Σωτήρας στο Λιβάδι» των χρόνων της Ενετοκρατίας). (Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Κλιμάκι{ width=
Βενετοκρατία

Κλιμάκι, το (στο Κλιμάκι) [συνοικία]
Της περιοχής αυτής από τους νοταρίους δεν δηλώνεται η ακριβής θέση. Απλά σημειώνεται ότι βρισκόταν «έξω από την πόλη» και ότι είχε εκκλησία του Αγίου Σωτήρα.
Η ετυμολογία, πάντως, του ονόματος της περιοχής μάς βεβαιώνει, ότι, πράγματι, θα βρισκόταν «έξω από την πόλη», και μάλιστα σε έδαφος ανώμαλο, με «εδαφική κλίση». Γιατί αυτό σημαίνει, μεταφορικά, η λέξη Κλιμάκι (το), λόγ. κλιμάκι(ον), το (υποκορ. του αρχ. κλίμαξ, η)= μικρή σκάλα, σκαλίτσα (εδαφωνύμιο). Και τέτοια εδάφη στην πόλη του Ρεθύμνου υπήρχαν προς τα νότια (Γάλλος, Μασταμπάς, Τσικαλαριά και, ακόμα ανατολικότερα, Καστελάκια), όπου το έδαφος δίνει, τωόντι, την εντύπωση «κλίμακος».
Από τις περιοχές, λοιπόν, αυτές, θεωρούμε ότι τη συγκεκριμένη περιοχή και πιθανόν συνοικία (αφού αφορά σε κατοικημένη περιοχή) θα πρέπει να την τοποθετήσουμε στην ευρύτερη συνοικία Τσικαλαριά, νοτιοδυτικά του σημερινού Αγνώστου Στρατιώτη- όπου απλώνεται σήμερα η Σχολή Χωροφυλακής. Το έδαφος εδώ, πραγματικά, «κλιμακώνεται» σύμφωνα με τα παραπάνω, ενώ επί Ενετοκρατίας, υπήρχε και ναός του Σωτήρος, που διακρίνεται σαφώς να υψώνεται εν μέσω του οικισμού στον γνωστό πίνακα του Άγνωστου Ρεθεμνιώτη ζωγράφου (αρχών ΙΖ΄ αι.), με δίρριχτη κεραμωτή στέγη, τρούλο και πανύψηλο καμπαναριό
Στον χώρο τού εν λόγω ναού/μονής είχε, πιθανότατα, στηθεί πυροβολαρχία των Τούρκων, προκειμένου να χτυπήσουν τη Φορτέτσα από το ανατολικό τμήμα του τείχους- περί την Αρβανιθιά, όπου και το στρατόπεδο των Αλβανών Stradioti- που ήταν ασθενέστερο, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χαρακώματα, ενώ και τα κτίσματα που είχαν παραμείνει όρθια κάλυπταν τις προωθήσεις των Τούρκων μέχρι και αυτά τα τείχη. Σε σύσκεψη των Βενετών, που έγινε με αφορμή την επέλαση των Τούρκων, αποφασίστηκε να γκρεμιστούν όλα τα κτίσματα και να ανοιχθούν χαρακώματα, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η περιοχή. Τότε είναι που κατεδαφίστηκε και η εν λόγω εκκλησία του Αγίου Σωτήρα, στο Κλιμάκι (παρά τα Τσικαλαριά) (βλ. και λήμματα: Άγιος Σωτήρας ο Ζωοδότης ή Σωτήρας και Τσικαλαριά τής Ενετοκρατίας).

 

Άγιος Σπυρίδωνας{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Σπυρίδωνας, ο (στον Άγιο Σπυρίδωνα) [Φορτέτσας]
Η λατρεία του Αγίου στον χώρο αυτόν σημειώνεται από τα χρόνια της Βενετοκρατίας, παρότι δεν γίνεται αναφορά στον ναό αυτόν σε καμιά νοταριακή πράξη, γιατί στην πραγματικότητα δεν διαμορφώθηκε εκεί ποτέ συνοικία, ώστε να υπάρξουν ακίνητα και μεταβιβάσεις τους. Αναφέρεται, πάντως, από τον Μπουνιαλή στην πολιορκία της Φορτέτζας, όταν οι οθωμανοί επιχείρησαν να την υπονομεύσουν από εκεί κάτω (βλ. και λήμμα «Άγιος Σπυρίδωνας» της Τουρκοκρατίας).
Κάτω από τον Άγιο Σπυρίδωνα υπήρχε ο Ταρσανάς (τουρκ. tersane), δηλαδή το μικρό ναυπηγείο, το «Σκιέρο«, των Βενετσιάνων (βλ. το εν λόγω λήμμα στους χρόνους της Βενετοκρατίας). Ο άγιος Σπυρίδωνας υπήρξε παραδοσιακά προστάτης των Ρεθεμνιωτών ναυτικών, ακόμη κι όταν βρέθηκε στην αποκλειστικά μουσουλμανικής κατοίκησης συνοικία «Χαράκια» και περιέπεσε σε αφάνεια, και μόνο περί το έτος 1902 ευσεβής ιδιωτική πρωτοβουλία επιχείρησε την ανακαίνιση τού ναϋδρίου.

 

Μεταμόρφωση του Σωτήρα, η (στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα)
Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (El Cristo) ήταν ορθόδοξος και βρισκόταν στις βορειοανατολικές υπώρειες του λόφου της Φορτέτσας. Κατεδαφίστηκε το έτος 1646 [μαζί με τον πλησίστιο σε αυτόν, του Αγίου Λουκά (βλ. σχετ. λήμμα)], λίγο πριν από την πολιορκία και κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ακάλυπτου χώρου μπροστά από τη Φορτέτσα, προς αύξηση της αμυντικής της ικανότητας.

Άγιος Λουκάς{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Λουκάς, ο (στον Άγιο Λουκά)
Ο ναός του Αγίου Λουκά (S. Luca) ήταν ορθόδοξος και βρισκόταν στις βορειοδυτικές υπώρειες τού λόφου της Φορτέτσας. Κατεδαφίστηκε το έτος 1646 [μαζί με τον πλησίστιο σε αυτόν, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (βλ. σχετ. λήμμα)], λίγο πριν από την πολιορκία και κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ακάλυπτου χώρου μπροστά από τη Φορτέτσα, προς αύξηση της αμυντικής της ικανότητας.

Μουσουλμανικά Σφαγεία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μουσουλμανικά Σφαγεία (στα Μουσουλμανικά Σφαγεία)
Λίγο δυτικότερα της εβραϊκής συνοικίας υπήρχε το Οβραίικο Γιοφύρι, παρά το ρέμα που παραρρέει εκεί (ο λόγος, προφανώς, για το ρέμα Γερανιώτικα). Φυσική θεωρούμε και την παρουσία στο ίδιο αυτό σημείο, παρά το ρέμα, και των μουσουλμανικών σφαγείων, ενώ τα σφαγεία των χριστιανών είναι γνωστό ότι βρίσκονταν στην περιοχή του χειμάρρου Καμαράκι (Βλ. επίσης και Εβραϊκή συνοικία των Νεοτέρων Χρόνων).

Βράχια Σταρά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Βράχια Σταρά, τα (στα Βράχια του Σταρά)
Εξαφανισμένα σήμερα, αφού από εδώ ξεκίνησε η κατασκευή του νέου λιμανιού της πόλης το έτος 1956. Και όλη αυτήν τη θαυμάσια ομορφιά, όλους αυτούς τους υπέροχους θαλάσσιους σχηματισμούς, με πλήρη έλλειψη ευθύνης οι αλόγιστοι της εποχής εκείνης ιθύνοντες την «κούρεψαν» ή κυριολεκτικότερα την «κούρσεψαν» και τη χρησιμοποίησαν, μετά από τη βίαιη αρπαγή και εκρίζωσή τους, ως κυματοθραύστες στο αρχικό στάδιο κατασκευής του νέου λιμανιού (1956), αλλά και, ακόμα παλιότερα (1931), για την κατασκευή του κτιριακού συγκροτήματος του Τελωνείου! Έτσι, σήμερα αυτή η γραφική γωνιά, αυτή η πανέμορφη ακροθαλασσιά, τα περίφημα Βράχια του Σταρά, αφανίστηκαν και απόμεινε ένα άθλιο και απαίσιο τοπίο από κουτσουρεμένα βράχια (βλ. περισσότερα στοιχεία στο λήμμα Χαράκια του Γκιουλούμπαση των Νεοτέρων Χρόνων).

Νοσοκομείο{ width=
Τουρκοκρατία

Νοσοκομείο, το (στο Νοσοκομείο)
Περί του εν λόγω Νοσοκομείου της Βενετοκρατίας, βλ. σχετικά στη γειτονική συνοικία Μουσαλά, των Χρόνων της Τουρκοκρατίας

Νομαρχία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Νομαρχία, η (στη Νομαρχία)
Σύγχρονο τοπωνύμιο από την ύπαρξη στην περιοχή του μεγάρου της Νομαρχίας (βλ. σχετικά στα λήμματα Ακ- Σεράι και Μερμελή Καπή της Τουρκοκρατίας).

Περβόλα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Περβόλα, η (στη bερβόλα)
Στη θέση αυτήν της παλιάς πόλης εντοπίζουμε την τρίτη Περβόλα στην πόλη του Ρεθύμνου, που ορίζεται από τους δρόμους: Π. Κορωναίου, Νεόφ. Πατελάρου, Λορ. Μαβίλη και Μελετίου Πηγά.

 

Φυλακές{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Φυλακές, οι (στσι Φυλακές)

Από την ύπαρξη, κατά τα νεότερα χρόνια, στη θέση αυτήν του Κάστρου της Φορτέτσας, του οικήματος των Φυλακών, όπου μέχρι σήμερα λειτουργούσε το Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ πρόσφατα (2016) μεταφέρθηκε, προσωρινά, στον Ρ/Καθολικό ναό του αγίου Φραγκίσκου, στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου.

Πάνω Μασταμπάς{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Πάνω Μασταμπάς, ο (στο bάνω Μασταbά)
Η περιοχή της σημερινής συνοικίας που κατοικήθηκε κατά τα νεότερα χρόνια κυρίως από Αγιοβασιλειώτες, λόγω τής θέσης της εκεί στο τέλος του δρόμου από την επαρχία Αγίου βασιλείου στην πόλη του Ρεθύμνου, ενώ από το 1922- μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών- κατοικήθηκε και από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Πάνω Μασταμπάς αποτελούσε το θέρετρο των μεγαλοαστών του Ρεθύμνου, που εκεί είχαν τα εξοχικά τους σπίτια και παραθέριζαν τα καλοκαίρια.
Βλ. περισσότερα στο λήμμα «Μασταμπά Μαχαλεσί« της Τουρκοκρατίας.

Κάτω Μασταμπάς{ width=
Τουρκοκρατία

Κάτω Μασταμπάς, ο (στο Gάτω Μασταbά)
Είναι, βασικά, η περιοχή της συνοικίας που κατοικούνταν προπολεμικά και κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, με όριο πυκνότερης δόμησης αυτό βόρεια της σημερινής οδού Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, ενώ νοτιότερα κυριαρχούσαν τα αμπέλια γύρω από την αραιή οικοδόμηση. Βλ. περισσότερα στο επόμενο λήμμα «Μασταμπά- Μαχαλεσί« τής Τουρκοκρατίας και «Πάνω Μασταμπάς» των Νεοτέρων Χρόνων.

Προκυμαία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

           Προκυμαία, η (στη bροκυμαία)

Το τοπωνύμιο μαρτυρείται από την περίοδο της Αυτονομίας. Η κατασκευή τού  α΄ σταδίου της προκυμαίας τοποθετείται στα χρόνια των Ρώσων, όπως διαβάζουμε στην ημερήσια διάταξη, αρ. 26, της 17ης Νοεμβρίου 1898, όπου στην παράγρ. 6 σημειώνεται:
«Διά να εξωραϊσθεί η είσοδος του λιμένος της πόλεως και να αρθή η μεγάλη επισώρευσις των εκφορτωνομένων εμπορευμάτων, διατάσσω να ευρυνθή η προκυμαία τού εν λόγω λιμένος και αναθέτω εις την Δημαρχίαν την εκτέλεσιν των προς τούτο έργων».
                                                                                                                                                                 Ο Διοιητής Θ. Δε Χιοστάκ

Αυτή, λοιπόν, είναι η ημερομηνία που αποφασίστηκε η κατασκευή της προκυμαίας,  η οποία ολοκληρώθηκε πριν το έτος 1904. Ένα κομμάτι, όμως, πρέπει να είχε κατασκευαστεί δύο, μόλις, μήνες μετά την 17-11-1898, αφού το βλέπουμε στη φωτογραφία άφιξης του πρίγκιπος Γεωργίου, την 9-1-1899. Γι’ αυτό, ακριβώς, μετά την κατασκευή της προκυμαίας, ο χώρος ονομάστηκε πλατεία Χιοστάκ, προς τιμήν του διοικητή των ρωσικών δυνάμεων στο Ρέθυμνο.
Η προκυμαία υπήρξε και συνεχίζει να είναι ο χώρος ψυχαγωγίας των Ρεθεμνιωτών, με τα άφθονα κέντρα ψυχαγωγίας και εστίασης που διαθέτει και τη βραδυνή της «βόλτα», όπως αποκαλούνταν, τότε, από τους παλιούς Ρεθεμνιώτες το γνωστό νυφοπάζαρο, που γινόταν συχνά κάτω από τους ήχους της Φιλαρμονικής του Δήμου. Αληθινά πολιτιστικά πανηγύρια αποτελούσαν τα καλοκαίρια οι Κυριακάτικες συναυλίες της Φιλαρμονικής του Δήμου, με τον αρχιμουσικό Γκίνο, που έπαιζε εναλλάξ τη μια Κυριακή στον Κήπο και την άλλη στην προκυμαία, έξω από το τότε Δημαρχείο, που κρατούσε από την Αρκαδίου μέχρι την προκυμαία, και είχε είσοδο από τη σημερινή οδό Μελιδόνη, παρά την συνοικία Χαλάστρα. όπως ονομαζόταν η περιοχή αυτή από τους παλιούς Ρεθυμνιώτες.
Η κατασκευή του νέου λιμανιού κατά τη δεκαετία του ’60 δημιούργησε τη γνωστή σήμερα εικόνα με την εκτεταμένη προσάμμωση, που απομάκρυνε τη θάλασσα από την παραλία κατά δεκάδες μέτρα, αλλοιώνοντας ουσιασιτκά την ονοματαλογία και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά του τοπωνυμίου.

Πηγάδα τού Συριανού{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Πηγάδα του Συριανού, η (στη bηγάδα του Συριανού)
Η Πηγάδα του Συριανού βρισκόταν επί τής οδού Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, 15- 20 μ. δεξιά, πριν στρίψουμε την οδό Κων. Κριάρη, και 6-8 μ. πιο μέσα. Ήταν στην αυλή του σπιτιού του Συριανού, που το οικόπεδό του κρατούσε έξι στρέμματα και λεγόταν από τη γύρω περιοχή, αλλά και από τους παλιούς Ρεθυμνιώτες, «Περβόλα του Συριανού». Το παρατσούκλι «Συριανός» το κόλλησαν στον πατέρα του, εδώ στο Ρέθυμνο, όταν ήλθε από τη Σύρο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασάκης. Το νερό της πηγάδας ήταν πόσιμο και όλη η γειτονιά έπαιρνε και έπινε από αυτήν, μέχρι και τη δεκαετία του ’60. Με το νερό της Πηγάδας του Συριανού κτίστηκαν τα περισσότερα σπίτια από τις οδούς Δημητρακάκη, Ηγουμένου Γαβριήλ, Κωνσταντίνου Κριάρη μέχρι και τον Τίμιο Σταυρό, ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 1960.

Περβόλα του Συριανού{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Περβόλα του Συριανού, η (στη bερβόλα του Συριανού)
Η περιοχή (τουλάχιστον έξι στρεμμάτων) απλωνόταν γύρω από την Πηγάδα του Συριανού, όπου διέμενε ο με το παρωνύμιο «Συριανός», λόγω καταγωγής του πατέρα του από τη Σύρο, Δημήτρης Βαλασάκης.

Πόρτα του Γιαλού{ width=
Τουρκοκρατία

Πόρτα του Γιαλού, η (στη bόρτα του Γιαλού)
Επειδή το λιμάνι του Ρεθύμνου κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής δεν ήταν προσβάσιμο από όλους και σε όλες τις ώρες της ημέρας-  επειδή, ακριβώς, στην ευρύτερη περιοχή του λειτουργούσαν, μεταξύ άλλων, και κτήρια στρατιωτικού και υγειονομικού ενδιαφέροντος- υπήρχε είσοδος που επέτρεπε την πρόσβαση στο εσωτερικό του, η λεγομένη «Πόρτα του Γιαλού», στην αρχή της σημερινής οδού Νεάρχου. Η πύλη αυτή σημειώνεται στο σχέδιο ύδρευσης της πόλης του Ρεθύμνου, του μηχανικού Μιχαήλ Σαββάκη.

Πεταλάδικα{ width=
Τουρκοκρατία

Πεταλάδικα, τα (στα Πεταλάδικα)
Για την εν λόγω συνοικία βλ. ομώνυμο λήμμα (Πεταλάδικα) στα Νεότερα Χρόνια.

Μπιτσαξίδικα{ width=
Τουρκοκρατία

Μπιτσαξίδικα, τα (στα bιτσαξίδικα)
Για την εν λόγω συνοικία βλ. ομώνυμο λήμμα (Μπιτσαξίδικα – Tζαγκαράδικα) στα Νεότερα Χρόνια.

Προφήτης Ηλίας{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Προφήτης Ηλίας, ο (στο bροφήτη Ηλία)
Πρόκειται, μάλλον, για το ένα από τα τρία μοναστήρια του ομώνυμου τοπωνυμίου (Τρία Μοναστήρια) στα νότια τής πόλης του Ρεθύμνου. Θα μπορούσαμε, ίσως, να το αναζητήσουμε στο σημερινό ομώνυμο ναΰδριο της περιοχής, τον Προφήτη Ηλία, επί του δρόμου που οδηγεί προς την Αγία Γαλήνη (βλ. και τοπων. Τρία Μοναστήρια των Νεοτέρων Χρόνων).

 

Καμίνια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καμίνια, τα (στα Καμίνια)
Βρίσκεται στο ίδιο ύψος και δυτικά της περιοχής Φόρος. Προσηγορικό καμίνι (το), από μεσαιων. καμίνιον (το), υποκορ. του αρχ. κάμινος (η). Σύνηθες τοπων. από την ύπαρξη στην περιοχή ενός ή περισσότερων του ενός καμινιών προς παραγωγή, συνήθως, ασβέστη (πβ., σε πολλά μέρη τής Ελλάδος και στον Πειραιά, τοπων. στα Καμίνια)

Αγία Αικατερίνη{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Αικατερίνη, η (στην Αγία Αικατερίνη) (συνοικία)
Πρόκειται για τον καθεδρικό ναό των Ρ/καθολικών (duomo), τη S.ta Caterina. Βρισκόταν στο οικοδομικό τετράγωνο όπου και το τουρκικό χαμάμ (παρά την οδό Ραδαμάνθυος), στο κέντρο τής πόλης και ήταν ο μοναδικός ενοριακός ναός των Λατίνων. Μάλιστα, ως προς τη νομική του υπόσταση, υπαγόταν στη δικαιοδοσία ιδιωτών και συγκεκριμένα των κρητικών ευγενών Gribbia, που την είχαν  παραχωρήσει για τις λατρευτικές ανάγκες των οπαδών τού δυτικού δόγματος. Στην αγία Αικατερίνη υπήρχαν δυο ιερά βήματα. Το μεγαλύτερο ήταν αφιερωμένο στην εν λόγω Αγία. Επίσης, στα τέλη τού 16ου αι. (1599) μέσα στην εκκλησία μαρτυρείται η ύπαρξη παρεκκλησίου τής αγίας Ούρσουλας, ενώ τα έτη 1625 και 1638 πληροφορίες τού επισκόπου Stefano Penulacio δηλώνουν την ύπαρξη στον ναό ενός ακόμη παρεκκλησίου, της αγίας Λουκίας (Κ. Λαμπρινός).

Αγία Άννα{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Άννα, η (στην Αγία Άννα) (μοναστήρι- συνοικία)

Να σημειώσουμε ότι σε σχεδιάγραμμα της πόλης του Ρεθύμνου, που βρίσκεται στο Kriegsarchiv της Βιέννης, στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας, και παρά την Αγία Βαρβάρα, η Ιωάννα Στεριώτου, διερωτώμενη, εντοπίζει και εκκλησία της Αγίας Ανα;-στασίας; (s.a Ana) . Το δυσανάγνωστο του ονόματος, πάντως, της εν λόγω εκκλησίας θεωρώ ότι διευκρινίζει ο Γεώργιος Τρωΐλος, που, στην εν λόγω συνοικία, αναφέρει, πράγματι, εκκλησία της Αγίας Άννας («…στην εκκλησία της αγίας Άννας, στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας»), στην οποία, μάλιστα, σε άλλη πράξη του αναφέρει και τον  εφημέριο, που ήταν «ο σεβαστός παπα- Κουρτίκης από του Μαρουλά» (Τρωίλος, πρ. 83).
Εκκλησίες της Αγίας Άννας αναφέρονται, περαιτέρω, από τον Πάντιμο στη συνοικία Σκιέρο, στην άγνωστη συνοικία Λιβάδι από τον Τρωίλο (πρ. 67), τον Καλλέργη (πρ. 322) και από τον Αρκολέο. Άρα, στην πόλη υπήρχαν τρία (03) μοναστήρια/ναοί της αγίας Άννας, στις ευρύτερες συνοικίες της Αγίας Βαρβάρας, της συνοικίας Σκιέρο και της συνοικίας Λιβάδι. Τούτων στενότερη και περιορισμένη αυστηρά περί τον ναό συνοικία θα ήταν αυτή της Αγίας Άννας, στην ευρύτερη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας (βλ. σχετ. λήμματα στους χρόνους τής Ενετοκρατίας: Αγία Βαρβάρα, Σκιέρο, Λιβάδι).

Αγία Βαρβάρα{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Βαρβάρα, η (στην Αγία Βαρβάρα) (ορθόδοξη εκκλησία- συνοικία)
Επί Βενετοκρατίας πρέπει να υπήρχαν δύο εκκλησίες τής Αγίας Βαρβάρας στο Ρέθυμνο. μία των Ορθοδόξων και μία των Ρ/Καθολικών. Η πρώτη, των Ορθοδόξων, πιθανότατα συμπίπτει με τη σημερινή παρά τον Μητροπολιτικό ναό- στα ερείπια, άρα, της οποίας θα οικοδομήθηκε ο σημερινός πολύ νεότερος ναός, του έτους 1885, που φέρεται να ολοκληρώθηκε το έτος 1888, οπότε κατέστη κέντρο της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής των παλαιών Ρεθεμνιωτών.
(Βλ. και λήμματα: Αγία Άννα της Βενετοκρατίας και Αγία  Βαρβάρα των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Αγία Βαρβάρα{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Βαρβάρα, η (στην Αγία Βαρβάρα) (ρ/καθολική μονή- συνοικία)
Η δεύτερη Αγία Βαρβάρα, των Ρ/Καθολικών, που ανήκε στους Φραγκισκανούς μοναχούς, βρισκόταν κοντά στον Άγνωστο Στρατιώτη, όπου και ο ομώνυμος, ανατολικός, του νεότερου τείχους, προμαχώνας, που θεμελιώθηκε στις 8 Απριλίου τού 1540 και δεν υπάρχει πια. Την ημέρα αυτήν, κατά τον Gerola, τοποθετήθηκε η πρώτη πέτρα στην Αγία Βαρβάρα και ψάλθηκε, επίσης, μια επίσημη λειτουργία.
Εξαίρεση στη γενικότερη εικόνα παρακμής των καθολικών ναών- μοναστηριών τής Βενετοκρατίας αποτελούσε το εν λόγω μοναστήρι τής αγίας Βαρβάρας, αφού, στον προχωρημένο, τουλάχιστον, 17ο αι., είχε στη διάθεσή του τη σημαντική περιουσία που άφησε με τη διαθήκη του, το 1589, ο ευκατάστατος κρητικός ευγενής Γεώργιος Sanguinazzo, ο οποίος επιθυμούσε να ταφεί και να μνημονεύεται στη μονή αυτήν. Το κληροδότημα, όμως, παρέμεινε ανενεργό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (Κώστας Λαμπρινός).

          

Αγία Κυριακή{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Κυριακή, η (στην Αγία Κυριακή) (μονή)

Ορθόδοξο ελληνικό γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή του σημερινού Κουμπέ, αφού, εξάλλου, δεν υπάρχουν μαρτυρίες για γυναικεία καθολικά μοναστήρια στο Ρέθυμνο, κατά τα χρόνια της Βενετοκρατίας. Το ότι πρόκειται για γυναικείο μοναστήρι το βεβαιώνει, περαιτέρω, με δυο χαρακτηριστικές αναφορές του, σε ισάριθμες νοταριακές πράξεις, και ο Πάντιμος: «τής σεβαστής ηγουμένης τού μοναστηριού τής Αγίας Κυριακής» (πρ. 111) και με την όμορφη και συνάμα ποιητική φράση: «στο μοναστήρι τής Αγίας Κυριακής των Ελληνίδων μοναχών, έξω από τα τείχη τής πόλης» (πρ. 174).
Προσωπικά θεωρούμε ότι η ακριβής θέση της μονής θα πρέπει να οριστεί στον Κουμπέ, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο σπηλαιώδης ναός του αγίου Σπυρίδωνος, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα του Basilicata του έτους 1618 αλλά και την πρόσφατη ανακαίνιση του ι. ναού, κατά την οποία βρέθηκαν ίχνη βενετσιάνικων κτισμάτων- εξαρτημάτων, τα οποία και αναδείχθηκαν κατάλληλα από την Αρχαιολογία.
Πρόβλημα, πάντως, μας δημιουργεί, ως προς τον χαρακτήρα του μοναστηριού, αν ήταν, δηλαδή, ανδρικό ή γυναικείο μαρτυρία τού Νικολάου Bragadin, περί το έτος 1634, ότι ο πατέρας του, Μαρίνος Bragadin, μολονότι ήταν επισήμως καθολικός, είχε πεθάνει, σύμφωνα με φήμες, ως μοναχός Μακάριος στο ορθόδοξο μοναστήρι της Αγίας Κυριακής, όπου και είχε ενταφιαστεί. Να πρόκειται για άλλο μοναστήρι ανδρικό της Αγίας Κυριακής στο Ρέθυμνο κατά την Ενετοκρατία αποκλείεται, ενώ, πάλι, οι δυο παραπάνω τόσο χαρακτηριστικές αναφορές του νοταρίου Πάντιμου δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για τη γυναικεία ταυτότητα του μοναστηριού. Το μόνο που, μετά από αυτά, θα μπορούσαμε, ίσως, να υποθέσουμε είναι ή ότι πιθανόν να πρόκειται για άγνωστο ομώνυμο μοναστήρι τής ρεθεμνιώτικης ενδοχώρας ή ότι ο εν λόγω Μαρίνος Bragadin, λόγω της άρνησης του πατρίου δόγματος, διαβιούσε «λάθρα», ως μοναχός «Μακάριος», στα περίχωρα της εν λόγω γυναικείας ορθόδοξης μονής.

Αγία Μαρία Μαγδαληνή (St. Maria Maddalena) (μονή Δομηνικανών- συνοικία)
Το μοναστήρι της Μαρίας Μαγδαληνής (St. Maria Maddalena) αναφέρεται ότι ανήκε στους Δομηνικανούς αδελφούς (άρα στους Ρ/καθολικούς). Ο Gerola, ειδεικότερα, υποστήριξε ότι η εκκλησία αυτή (St. Maria Maddalena) ταυτίζεται με το τέμενος Αγκεμπούτ, τη σημερινή, δηλαδή, εκκλησία της «Κυρίας των Αγγέλων» (Μικρή Εκκλησία). Αντίθετα, ο Ν. Δρανδάκης και ο Μιχ. Παπαδάκης απέδειξαν ότι η Μικρή Εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην Παναγία (Κυρία) των Αγγέλων, ήταν, άρα, ορθόδοξος ναός και δεν συνέπιπτε με την ως άνω Maria Maddalena των Δομηνικανών. Το αυτό υποστηρίζει και ο Δημ. Κασαπίδης, ο οποίος σημειώνει, περαιτέρω, ότι ο εν λόγω ναός σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας μνημονεύεται με το όνομά του (Παναγία των Αγγέλων), ενώ και από άλλες αρχειακές μαρτυρίες που διαθέτουμε μνημονεύονται ταφές και βαπτίσεις ορθοδόξων στην εκκλησία αυτήν κατά το χρονικό διάστημα 1585- 1642, εποχή, δηλαδή, κατά την οποία έχουμε σαφείς και βέβαιες μαρτυρίες ότι λειτουργούσε ο ναός της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ως ναός των Δομηνικανών, οπότε αποκλείεται να ταυτίζεται με τον συγκεκριμένο ορθόδοξο ναό. Με βάση, περαιτέρω, πράξη του νοταρίου Καλλέργη, διευκρινίζεται, επίσης, σαφώς, ότι πρόκειται για καθολικό μοναστήρι, αφού ο ηγούμενος του αποκαλείται φρα (ο πολύ σεβαστός πατέρας Φρα Λορέντζο Κουϊρίνι).
Πρόβλημα παραμένει το πού βρισκόταν η εν λόγω εκκλησία της Μαρίας της Μαγδαληνής. Με βάση πράξεις των νοταρίων Καλλέργη [πρ. 321 (όπου και σχόλιο) και 82 (σχόλιο 1] και Πάντιμου [πρ. 193 (συνοικία Μαρίας Μαγδαληνής)] μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στη Δημόσια Πλατεία, κάπου στα Τσαγκαράδικα, στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Σουλίου, Κ. Παλαιολόγου και την πλατεία Τ. Πετυχάκη (βλ. και Δημ. Ν. Κασαπίδη, «Σύμβολή στην ιστορία τής εγκατάστασης των Δομηνικανών στον ελληνικό χώρο: Η περίπτωση του Ρεθύμνου», Της Βενετιάς το Ρέθυμνο, Βενετία 2003», 221, σημ. 34 και 222).

Αγία Παρασκευή{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Παρασκευή, η (στην Αγία Παρασκευή) (εκκλησία- συνοικία)
Μέσα στην πόλη του Ρεθύμνου υπήρχε εκκλησία και συνοικία  της αγίας Παρασκευής κοντά στη Μεγάλη Πόρτα, όπου και ο ομώνυμος προμαχώνας τής Santa Veneranda (Αγίας Παρασκευής), που εκτεινόταν στο μέσο, περίπου, της οχύρωσης της πόλης, απέναντι ακριβώς από το μουσουλμανικό κοιμητήριο του Ρεθύμνου, παρά τον σημερινό- από το 1924, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκρητικών- Δημοτικό Κήπο. Ο εν λόγω προμαχώνας φαίνεται ότι, μετά τα γεγονότα του 1571, είχε κατεδαφιστεί.
Εκτός από την εν λόγω εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Μεγάλης Πόρτας, μοναστήρι της αγίας Παρασκευής υπήρχε, επί Ενετοκρτίας, και στον Μακρύ Δρόμο, δηλαδή στο σημερινό Μακρύ Στενό, καθώς και στους Κήπους της Σαμπιονάρας, της παραθαλάσσιας, δηλαδή, αμμώδους περιοχής περί τη σημερινή Καλλιθέα, που αποτελούσε συνέχεια της Σαμπιονάρας του Ρεθύμνου (δηλαδή, της περί τον σημερινό Άγνωστο Στρατιώτη αμμουδιάς).

Αγία Παρασκευή{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Παρασκευή, η (στην Αγία Παρασκευή) (μονή- συνοικία)
Εκτός από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Μεγάλης Πόρτας, με τον εκεί ομώνυμο προμαχώνα, μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής υπήρχε, επί Ενετοκρατίας, και εδώ, στον Μακρύ Δρόμο (όπως ακουγόταν επί Ενετοκρατίας το σημερινό Μακρύ Στενό), της οποίας εφημέριος ήταν «ο σεβαστός παπα- Γιάννης Δαφεράρας».
Το καθολικό της είναι ένας ναός μεγάλων διαστάσεων (17.90 Χ 3,60) που στην πρώιμη οθωμανική περίοδο είχε μετατραπεί σε εργαστηριακό χώρο (φούρνο). Το έτος 1740 προστέθηκε όροφος και έπαψε, μάλλον, η λειτουργία τού φούρνου. Μετά τον σεισμό του έτους 1856 το συνολικό κτίσμα μετετράπηκε σε αποθήκη και η όψη του ανακαινίστηκε με την προσθήκη σαχνισιού. Το μνημείο αποκαταστάθηκε το 2007 από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, στο οποίο και ανήκει.

Αγία Παρασκευή{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Παρασκευή, η (στην Αγία Παρασκευή) (μοναστήρι)
Εκτός από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Μεγάλης Πόρτας, με τον εκεί ομώνυμο προμαχώνα, μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής υπήρχε, επί Ενετοκρατίας, και στον Μακρύ δρόμο, δηλαδή στο σημερινό Μακρύ Στενό, καθώς και, εδώ, έξω από την πόλη, στους Κήπους της Σαμπιονάρας, στην παραθαλάσσια, δηλαδή, αμμώδη περιοχή της σημερινής Καλλιθέας, που αποτελούσε συνέχεια της Σαμπιονάρας του Ρεθύμνου (δηλαδή, της περί τον σημερινό Άγνωστο Στρατιώτη αμμουδιάς).

Αγία Σοφία{ width=
Βενετοκρατία

Αγία Σοφία, η (στην Αγία Σοφία) [εκκλησία- συνοικία]
Ναός στην ομώνυμη συνοικία, που εντοπίζεται στο μέσον της περιοχής από τη Μικρή Εκκλησία (Κυρία των Αγγέλων) ως τη Σωχώρα, στο κτίριο που, μέχρι πρότινος, στέγαζε ξυλουργείο. Εδώ, στον ενετικό ναό της Αγίας Σοφίας, επί Τουρκοκρατίας, λειτούργησε το τζαμί με τον περίφημο ξύλινο μιναρέ. Πρόσφατα η εκκλησία ανακαινίστηκε και χρησιμοποιείται ως αίθουσα εκδηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ως προς την ακριβή θέση της συνοικίας, σε συμβολαιογραφική πράξη της Τουρκοκρατίας σημειώνεται: «κατά την συνοικίαν “Αγία Σοφία”, επί της οδού “Ναυαρίνου”, δήμου πόλεως Ρεθύμνης, κειμένης οικίας». Η εν λόγω δε οδός Ναυαρίνου είναι η σημερινή Λορέντζου Μαβίλη της εν λόγω, ακριβώς, συνοικίας.

Άγιοι Ανάργυροι{ width=
Βενετοκρατία

Άγιοι Ανάργυροι, οι (στσ” Αγίους Αναργύρους) (μοναστήρι- συνοικία)
Δεν σώζεται η εκκλησία ούτε και έχει μέχρι σήμερα ταυτιστεί. Τοποθετείται, πάντως, στην περιοχή, περίπου, της σημερινής Σωχώρας, και αρκετά δυτικότερα από την εκκλησία των Αγγέλων (Santa Maria dei Anzoli), όπου, ακριβώς, θα ήταν και η ομώνυμη συνοικία, την οποία μνημονεύει ο Πάντιμος. Ο Καλλέργης, περαιτέρω, αναφέρει και τη δυάδα των Αναργύρων (Κοσμάς και Δαμιανός), στους οποίους- εκ της εικοσάδας των αγίων Αναργύρων που αριθμεί το ορθόδοξο εορτολόγιο- ήταν αφιερωμένος ο εν λόγω ναός, ενώ ο Τρωίλος και τον λειτουργό τού εν λόγω μοναστηριού, παπα- Νικολό Βλαστό, ποτέ  σεβαστού παπα- Αντρέα (ποτέ= μακαρίτη). (Προσδιορισμός συνοικίας κατά προσέγγιση)

Άγιοι Απόστολοι{ width=
Βενετοκρατία

Άγιοι Απόστολοι, οι (στσ” Αγίους Αποστόλους) (εκκλησία- συνοικία)
Ο Ν. Β. Δρανδάκης την ταυτίζει με τον δίκλιτο επί Ενετοκρατίας (όπως φάνηκε από τις τελευταίες ανασκαφές) ναό των Αγίων Αποστόλων, στην οδό επισκόπου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη, πλάι στο πρώην υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, βορείως του καθεδρικού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, ερείπια της οποίας (μία από τις μακρές της πλευρές με τη γένεση της καμάρας) σώζονται ακόμη.
Στοιχεία τής νοταριακής πράξης (Πάντιμος, πρ. 186) που θα μπορούσαν να δικαιώσουν την άποψη αυτήν τού αείμν. Καθηγητή Δρανδάκη, για την ταυτότητα της εκκλησίας, θεωρούμε τα εξής: ότι, δηλαδή, η Ανεζίνα Βαρβαρίγου αφιερώνει σε ναούς αποκλειστικά τής περιοχής των αγίων Αποστόλων και μάλιστα της Ρούγας τής πόλης τού Ρεθύμνου, στην οποία και η ίδια κατοικεί (αγίου Σωτήρα, Μιχαήλ Αρχαγγέλου) και έχει εξομολόγο της τον παραπάνω εφημέριο τού ναού παπα- Βασίλη Γαλδεβή.

Άγιος Αθανάσιος των Ελλήνων (S. Atanasio alla Greca) (εκκλησία)
Τοποθετείται στους πρόποδες του παρακείμενου λοφίσκου του Αγίου Αθανασίου (που ήταν γνωστός και ως «Φουρκοκέφαλο») και θα έλαβε το όνομά του, προφανώς, από τις δύο εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου (Φράγκων και Ελλήνων) που σημειώνονται στους πρόποδες αυτού.

Άγιος Αθανάσιος των Φράγκων (S. Atanasio in Franco)
Σύμφωνα με μαρτυρία του Αρκολέου – που, μάλλον, αφορά στον εν λόγω Άγιο Αθανάσιο των Φράγκων – βρισκόταν έξω από τα παλιά τείχη της πόλης [κατά λέξη σημειώνεται: «είχε αγοράσει ένα σπίτι έξω από τα παλιά τείχη της πόλης κοντά στον άγιο Αθανάσιο»]. Τα παλιά τείχη ξεκινούσαν από την περιοχή τού μικρού λιμανιού και, περιβάλλοντας ανοιχτά τη Φορτέτζα, κατέληγαν στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα. Βέβαια, ο προσδιορισμός της εκκλησίας θα ήταν ακριβέστερος «έξω από τα νέα τείχη της πόλης», στα οποία πλησίαζε περισσότερο, σύμφωνα με τη θέση της που την ορίσαμε κοντά στη σημερινή εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Όμως και ο προσδιορισμός τού νοταρίου «έξω από τα παλιά τείχη της πόλης κοντά στον Άγιο Αθανάσιο» δεν θεωρείται ατυχής, απλά αυξάνει την απόσταση της εκκλησίας από αυτά 3-4 εκατοντάδες μέτρα, χωρίς να παύει, πάντως, και πάλι, να ισχύει ο τοπικός προσδιορισμός «κοντά» .

Άγιος Αντώνιος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Αντώνιος, ο (στον Αγι- Αντώνη) (εκκλησία)
Βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της Δημόσιας Πλατείας (piazza) του Ρεθύμνου, προς την πλευρά του λιμανιού, όπου άρχιζε η συνοικία Καντάκιο, που απλωνόταν από τον Πλάτανο και την κρήνη Rimondi ως την Βενετική Λέσχη (Loggia) και τον Πύργο του βενετσιάνικου ηλιακού ρολογιού, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού, από αγνώστους, τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, εν ονόματι συμφερόντων και της σκαπάνης του… πολιτισμού.

Άγιος Αντώνιος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Αντώνιος, ο (στον Αγι” Αντώνη) (Μονή)
Βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τού σημερινού λόφου τού Τιμίου Σταυρού, που, επί Ενετοκρατίας, ονομαζόταν λόφος τού Αγίου Αθανασίου (Φουρκοκέφαλο). Στον γνωστό πίνακα ζωγραφικής τού ανώνυμου Ρεθεμνιώτη ζωγράφου- που απεικονίζει την πόλη τού Ρεθύμνου με τη Fortezza (αρχές τού ΙΖ΄ αιώνα)- ο λόφος τού Αγίου Αθανασίου (Φουρκοκέφαλο) διακρίνεται καθαρότατα να υψώνεται δυτικά, αμέσως αμέσως μετά τα τελευταία σπίτια τής πόλης, και δίπλα στον μυχό τής θάλασσας, παρά τον σημερινό ναό τού Αγίου Νικολάου. Στην ανατολική πλαγιά τού σημερινού λόφου τού Τ. Σταυρού και πίσω από το ιερό τού σπηλαιώδους ναού τού Αγίου Αντωνίου αλλά και στη ΝΑ πλευρά τού λόφου μπορούμε, στον εν λόγω πίνακα, να διακρίνουμε κτίσματα που περιβάλλονται από μάντρα, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι και σήμερα. Με σχετική μελέτη μας στο παρελθόν αποδείξαμε ότι η εκκλησία και τα άλλα κτίσματα είναι, ακριβώς, το γυναικείο μοναστήρι τού Αγίου Αντωνίου τής Βενετοκρατίας.

Άγιος Βασίλειος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Βασίλειος, ο (στον Αι- Βασίλη)  (μοναστήρι)
Αναφέρεται από τον Μαρ. Αρκολέο (πρ. 248). Κατά τον Γ. Γρυντάκη θα πρέπει να ήταν στην περιοχή της σημερινής Σωχώρας, όπου υπάρχει και άλλος ναός των αγίων Αναργύρων.

Άγιος Γεώργιος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Γεώργιος, ο (στον Αϊ- Γιώργη) (ναός- συνοικία)
Ο Ν. Β. Δρανδάκης υποθέτει ότι η σημερινή εκκλησία του Ρεθύμνου Άγιος Γεώργιος, στο Μακρύ Στενό, με την καμάρα και τις ενισχυτικές ζώνες τομής οξυκόρυφου τόξου, πρέπει να ανάγεται στους χρόνους της Βενετοκρατίας. Δεν αποκλείουμε δε, όπως υποθέτει και ο Γ. Γρυντάκης, σε αυτόν τον ναό να αναφέρεται η πρ. 185 του Καλλέργη και περί αυτόν να τοποθετείται η «συνοικία τού Αγίου Γεωργίου του Ρεθύμνου», που συνεχίζει μέχρι και σήμερα να ακούγεται έτσι (ως συνοικία) η περιοχή αυτή γύρω από την ιστορική εκκλησία. Στον Αϊ- Γιώργη (στη Γρόττα) συνεχίζουν να λένε οι Ρεθυμνιώτες, προκειμενου να αναφερθούν στην εν λόγω περιοχή.

Άγιος Γεώργιος Μηλούδη (μονή)
«Μηλούδης» (στου Μηλούδη) όνομαζόταν συνοικία ανατολικά της πόλης (βλ. σχόλιό μας στο λήμμα: «Μηλούδης» των χρόνων της Βενετοκρατίας). Στην εν λόγω περιοχή υπήρχε μονή του Αγίου Γεωργίου, αφού ο νοτάριος Μ. Αρκολέος (πρ. 286) μας γνωρίζει και τον ηγούμενό της, που έμενε, λέγει, προσωρινά, στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, στη «Μπαροτσανή Αυλή» (βλ. λήμμα: Άγιος Γεώργιος των χρόνων της Βενετοκρατίας). Η μονή, λοιπόν, αυτή, του Μηλούδη, σύμφωνα με τουρκικό έγγραφο του 1685 (Νικόλαος Σταυρινίδης), περιήλθε στην Ι. Μ. Αρκαδίου, γιατί ο ηγούμενός της, Αθανάσιος, αδυνατούσε να πληρώσει «προς το Δημόσιον τον ετήσιον κατ’ αποκοπήν φόρον».
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι για μας το τοπων. «Μυλούδη» (sic)- όπως το γράφουν όλοι οι ερευνητές (Σταυρινίδης, Γρυντάκης, Μαυράκης κ.λπ), δεν έχει σχέση με «μύλο» (Αλκ. Μαυράκης), αλλά με βεβαιότητα απηχεί το όνομα του κτήτορος ή ιδιοκτήτη της μονής, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με ναούς και μοναστήρια (πβ. και Μονή Βροντισίου από κτήτορα Βροντίση) και θα πρέπει η γραφή του να είναι «στου Μηλούδη» με [η]. Πβ. και Μηλιώτης– Μηλιώταινα (Τιμ. Βενέρη, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938, 65 (Μηλιώτης- Μηλιώτισσα).

 

Άγιος Γεώργιος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Γεώργιος, ο (στον Άγιο Γεώργιο) (εκκλησία)
Στους Πετζακάδες, αμπελόφυτη συνοικία στην περιοχή του σημερινού Κουμπέ, επί Βενετοκρατίας, παρά την πηγή του νερού (τρόμπα), υπήρχε εκκλησία του αγίου Γεωργίου, τα θεμέλια τής οποίας συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα.
Κατά πληροφορία τού φίλου Εφόρου Αρχαιοτήτων κ. Ιωάννη Βολανάκη, σε επιτόπια έρευνά του, στις 25/2/2016, εντόπισε στο εν λόγω σημείο και εφαπτόμενο με τον βενετσιάνικο ναό τού Αγίου Γεωργίου υπολείμματα θεμελίων παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης βασιλικής (διαστ. 20Χ15 μ.), για την οποία, πάντως, αγνοούμε σε ποιον ή ποιους αγίους ήταν αφιερωμένη.

Άγιος Γεώργιος{ width=
Βενετοκρατία

  Άγιος Γεώργιος στον Μόλο, ο [στον Άγιο Γεώργιο στο Μόλο (ναός- συνοικία)]

Ναός του Αγίου Γεωργίου υπήρχε και στον Μόλο, που η Ι. Στεριώτου τον τοποθετεί προς την πλευρά της Λότζιας (παρά την Προκυμαία, τον Μόλο), και κάπου εκεί, προς τον ανατολικό μυχό του βενετσιάνικου λιμανιού, σύμφωνα με τα σχεδιαγράμματα, θα πρέπει, πράγματι, να τον τοποθετήσουμε.
Τη θέση αυτήν τού ναού και τής συνοικίας επιβεβαιώνει και μαρτυρία τού έτους 1634 τού καθολικού βενετού ευγενή τού Ρεθύμνου Νικολάου Bragadin, σύμφωνα με την οποία ο παππούς του, o Iωάννης-Ανδρέας Bragadin, είχε παντρευτεί στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που βρισκόταν κοντά στον Μόλο (molo).

Άγιος Ιωάννης{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Ιωάννης, ο (στον Αϊ- Γιάννη) (εκκλησία)
Στο πλήθος των εκκλησιών των αφιερωμένων στον Αϊ- Γιάννη, στους νοταρίους υπάρχει μία και μοναδική αναφορά στον «Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή» (Καλλέργης, πρ. 187), που θα αφορούσε, πιθανόν, και σε συνοικία, έστω απομονωμένη από την πολιτεία, για να συντάσσει σε αυτήν νοταριακή πράξη. Θα μπορούσαμε- όχι, πάντως, χωρίς δυσκολίες- την εκκλησία- συνοικία αυτήν να την ταυτίσουμε με τον σημερινό Αϊ- Γιάννη στον Εβλιγιά (Αποτομή, 29/8). Εδώ είχε στρατοπεδεύσει ο τουρκικός στρατός που πολιορκούσε την πόλη του Ρεθύμνου.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Π. Βλαστού, που σημειώνει στην περιοχή της πηγής του Αγίου Ιωάννη «ναΐδιο (sic) επ’ ονόματι τού Αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού, βυζαντινής εποχής»,  αλλά και εικόνα τού «βαπτιζομένου Ιησού», που υπήρχε μέσα στο «σκεπασμένον άνωθεν διά κυκλοειδούς θόλου (κουμπέ)» φρέαρ, της πηγής του αγίου Ιωάννου, επιβεβαιώνεται ότι ο εκεί ναός ήταν αφιερωμένος στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, γιατί συνηθίζεται σε πηγές, όπως εδώ, και αναβρυτήρια (ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Βλαστό) να εικονίζεται η βάπτιση τού Ιησού. Άρα, με την επανοικοδόμησή του ο εν λόγω ναός τού αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, της Βενετοκρατίας, φαίνεται να αλλάζει λατρεία και να αφιερώνεται πλέον στην «Αποτομή τής τιμίας Κεφαλής τού Ιωάννου τού Προδρόμου» (29/8), όπως εορτάζει στις μέρες μας, παρότι και αυτόν τον νέο ναό, ο Π. Βλαστός τον σημειώνει ως αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή.

 

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, στην Αμμουδιά (συνοικία)
Από τον Τζώρτζη Πάντιμο (πράξη 1) αναφέρεται «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στου Καλλονά», ενώ από τον Μ. Αρκολέο αναφέρεται και «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αμμουδιά». Πιθανότατα, κατά Γρυντάκη, οι εκκλησίες «στου Καλλονά» και «στην Αμμουδιά» να ταυτίζονται [άρα ο «Καλλονάς»- του οποίου η εκφορά (στου Καλλονά) μοιάζει να φανερώνει περισσότερο τοπωνύμιο παρά τον ιδιοκτήτη (του Καλλονά)- ήταν στην Αμμουδιά (;)], πράγμα, όμως, που το βλέπουμε δύσκολο, σύμφωνα με την ετυμολογία τού προσδιοριστικού επιθέτου «Καλλονάς», που σημαίνει: «τόπο υπήνεμο, γόνιμο, με αρκετές ελιές», πράγμα, ασφαλώς, δύσκολο για ένα παράλιο μέρος (στην Αμμουδιά) να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.

Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου (Μονή)
Πρόκειται για τη σημερινή γυναικεία Μονή του ΣωτήροςΧριστού, Κουμπέ, που, κατά τη Βενετοκρατία, ήταν γνωστή ως «Μονή του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου», και έδωσε το όνομά της τόσο στο παρακείμενο ακρωτήριο (San Zuanne), όπου σήμερα το στρατόπεδο, όσο και στη σκοπιά του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη (San Zuanne Eremita) στους Πετζακάδες, όπως αποδείξαμε στο βιβλίο μας για την εν λόγω Μονή (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου και ο νεότερος Ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης, Ρέθυμνο 2011, 41- 45). (βλ. και λήμμα Σωτήρας Χριστός των νεοτέρων χρόνων)

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος «στη Φοντάνα» (συνοικία)
Ο Αρκολέος (πρ. 30) αλλά και ο Πάντιμος (πρ. 105.) αναφέρονται σε Άγιο Ιωάννη Θεολόγο της πόλης, ενώ ο Καλλέργης (πρ. 185) αναφέρει και άγιο Ιωάννη «κοντά στα σπίτια», ο δε Μ. Αρκολέος (πρ. 47) Άγιο Ιωάννη στη γωνία της Φοντάνας (κρήνης Ριμόντι, δηλαδή) και στην πρ. 184 Άγιο Γιάννη Θεολόγο του παπα-Πίτα (…που συνορεύει δυτικά με δημόσιο δρόμο…). Οι πέντε (!) αυτοί Άι- Γιάννηδες, υποθέτω ότι θα πρέπει να αφορούσαν όλοι στην ίδια εκκλησία εντός της πόλης του Ρεθύμνου και, μάλιστα, περί την κρήνη Φοντάνα, όπως αυτός προσδιορίζεται από τον Αρκολέο (πρ. 47).
(Ορισμός θέσης κατά προσσέγγιση)

Λαζαρέτο{ width=
Βενετοκρατία

Λαζαρέτο, το (στο Λαζαρέτο) (μονή- συνοικία)
Στην παραλία, δυτικά της πόλης, όπου βρίσκεται σήμερα ο Άγιος Νικόλαος, υπήρχε δίκλιτη, με περίβολο, ρ/καθολική εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αφού σε αυτόν φέρεται να αφιερώνει ο καθολικός ιερέας Φραγκίσκος Κλαύδιος. Εκεί υπήρχε και το λοιμοκαθαρτήριο, όπου γινόταν ο έλεγχος για τυχόν λοιμώδεις ασθένειες των επισκεπτών της πόλης [Λαζαρέτο (βεν. Lazzaretto= λοιμοκαθαρτήριο, νοσοκομείο, καραντίνα, ιδιαίτερα για ασθενείς που πάσχουν από χολέρα)]. Και δεύτερο λοιμοκαθαρτήριο φέρεται να υπήρχε παρά το βενετσιάνικο λιμάνι.

Άγιος Λουκάς{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Λουκάς, ο (στον Άγιο Λουκά) (εκκλησία)
Ήταν ιδιωτική εκκλησία του Κωνσταντίνου Βεβέλη ποτέ (= μακαρίτη) Λουκά, στη Μεγάλη Πόρτα. Ο Κωνσταντίνος Βεβέλης ήταν ο ιδιοκτήτης και του τότε ανδρικού μοναστηριού τού Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου, σημερινής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κουμπέ, Ρεθύμνου (βλ. λήμμα Σωτήρας Χριστός των χρόνων της Βενετοκρατίας).

Άγιος Μάρκος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Μάρκος, ο (στον Άγιο Μάρκο) (εκκλησία)
Στον Πάντιμο αναγράφεται ότι ο Μανόλης Τζαγκαρόπουλος, από το χωριό Βολιώνες: «…θέλει να ταφεί στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου, που βρίσκεται στα παλιά τείχη αυτής τής πόλης και στην οποία λειτουργεί ο σεβαστός παπα- Σταμάτης Σαμολίν». Κατά Γρυντάκη η εκκλησία πρέπει να ήταν ορθόδοξη και βρισκόταν στην περιοχή του παλιού λιμανιού της πόλης, στο Castel Vechio. (Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Άγιος Νικόλαος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Νικόλαος, ο (στον Άγιο Νικόλαο) (εκκλησία)
Στη Φορτέτσα μαρτυρείται λατινική εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, τον προστάτη αυτής της πολιτείας (“S. Nikolò, protetor di quella città”). Ο ναός αυτός- που βρισκόταν στην κεντρική μεγάλη πλατεία τού φρουρίου, όπου και το διοικητήριο και υψώνεται σήμερα το μεγάλο τζαμί- θεωρούνταν ως ο καθεδρικός/ μητροπολιτικός ναός (duomo) των Λατίνων τού Ρεθύμνου. Άρχισε να κτίζεται το 1583, μετά την καταστροφή τού προηγούμενου, κατά την οθωμανική εισβολή τού 1571, και χρησίμευε, κυρίως, για τις ανάγκες τού ιταλικού στρατεύματος και για κάποιες επίσημες τελετές (Κ. Λαμπρινός). Ο εν λόγω ναός, ουσιαστικά, δεν λειτούργησε ποτέ, γιατί οι Λατίνοι τού Ρεθύμνου δεν ανέβαιναν στη Φορτέτσα για να εκκλησιαστούν, ούτε δέχονταν να εγκαταλείψουν τις άνετες κατοικίες τους μέσα στην πόλη και να κατοικήσουν στον περιορισμένο χώρο τού φρουρίου. Έτσι, η εκκλησία τού αγίου Νικολάου δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ συστηματικά από τους Λατίνους τού Ρεθύμνου. Οι Λατίνοι τού Ρεθύμνου συνέχισαν, μέχρι τη τουρκική κατάκτηση, να λειτουργούν στην παλιά εκκλησία τής αγίας Αικατερίνης (S.ta Caterina), στο οικοδομικό τετράγωνο όπου και το τούρκικο χαμάμ, που αποτέλεσε την έδρα τού Λατίνου επισκόπου τού Ρεθύμνου.

 

Άγιος Νικόλαος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Νικόλαος Ψαθί, ο (στον Άγιο Νικόλαο στο Ψαθί) (εκκλησία)
Σύμφωνα με τον νοτάριο Καλλέργη (πρ. 355 και 416), κάτω από τη Φορτέτσα, στο Ψαθί, υπήρχε ναός του Αγίου Νικολάου. Ίσως, η εκκλησία αυτή να ταυτίζεται με αυτήν του Solero (βλ. σχετ. λήμμα), δεδομένου ότι δεν δικαιλογείται η ύπαρξη δύο εκκλησιών του Αγίου Νικολάου τόσο κοντά η μια με την άλλη.

Άγιος Νικόλαος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Νικόλαος, ο (στον Άγιο Νικόλαο) [εκκλησία]
Στην εν λόγω παραθαλάσσια περιοχή (Σολέρο) αναφέρεται ναός του αγίου Νικολάου, περιοχή, οπωσδήποτε, κατάλληλη για έναν θαλασσινό άγιο (βλ. και λήμματα: «Σολέρο» της Βενετοκρατίας και «Άγιος Νικόλαος» στη Μεγάλη Ρούγα).

Άγιος Νικόλαος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Νικόλαος, ο (στον Άγιο Νικόλαο) (εκκλησία)
Μόνον από τον Πάντιμο αναφέρεται στη θέση «Μεγάλη Ρούγα» εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εντυπωσιάζει, πάντως, η θέση ενός θαλασσινού Αγίου στην περιοχή αυτή. Άγνωστη, επίσης, παραμένει η ακριβής θέση του.

Άγιος Ονούφριος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Ονούφριος, ο (στον Άγιο Ονούφριο) (εκκλησία)
Υπάρχει η άποψη ότι το τζαμί τού Βελή πασά, στον Μασταμπά, είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια τού λατινικού ναού τού αγίου Ονουφρίου , τον οποίο, όμως, ο Gerola κατατάσσει στις ελληνικές εκκλησίες, κάτι το οποίο και εμείς θεωρούμε ως το πιθανότερο για τον συγκεκριμένο ασκητή άγιο, με τη μακρια γενειάδα.
Κατά τον Γ. Γρυντάκη ο ναός τοποθετείται κάπου στο Μακρύ Στενό. Θεωρούμε σωστή την άποψή του, σύμφωνα με τα γραφόμενα στην πράξη 185 τού Καλλέργη, όπου ο ναός τού αγίου Ονουφρίου φέρεται να βρίσκεται στη συνοικία τού Αγίου Γεωργίου, που την έχουμε, ήδη, τοποθετήσει στο Μακρύ Στενό (Γρόττα).
Στη διδακτορική διατριβή τού κ. Κ. Λαμπρινού διαβάζουμε, περαιτέρω, τα εξής σχετικά προς τον εν λόγω ναό: «Ο ευκατάστατος, ορθόδοξος cittadino (μέλος τού μεσαίου κοινωνικού στρώματος) και αργότερα κρητικός ευγενής Μιχαήλ Αχέλης, ζήτησε το 1604 (όταν ακόμη δεν κατείχε τίτλο ευγένειας) άδεια να ξαναχτίσει με δικά του έξοδα την εκκλησία του Αγίου Ονουφρίου (Santo Onofrio), η οποία είχε κατεδαφιστεί λόγω της διάνοιξης της σπιανάδας. Η εκκλησία αποτελούσε στο παρελθόν ενοριακή έδρα τού πατέρα του, Ανδρόνικου Αχέλη, ο οποίος δεν ζούσε πια. Το 1605 η βενετική σύγκλητος χορήγησε στον Μιχαήλ την άδεια για την ανέγερση τού νέου ναού τού Αγίου Ονουφρίου, σε άλλο μέρος πλέον. Ιερέας στη νέα εκκλησία θα ήταν ο γιος τού Μιχαήλ Αχέλη».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, το 1604 ο ναός τού αγίου Ονουφρίου είχε κατεδαφιστεί, λόγω διάνοιξης (1579), για λόγους στρατιωτικούς, της γειτονικής σπιανάδας, του μεγάλου, δηλαδή, ελεύθερου χώρου κάτω από τη νότια πλευρά τής Φορτέτσας, οπότε ο ναός που αναφέρεται στην παραπάνω πράξη τού νοταρίου Καλλέργη θα πρέπει να είναι ο νέος ναός- εκτός τής στρατιωτικής περιοχής της Σπιανάδας- που οικοδομήθηκε, σύμφωνα με τις προηγηθείσες πληροφορίες, από τον κρητικό ευγενή Μιχαήλ Αχέλη (πρόκειται, άρα, για ελληνορθόδοξο ναό), στην νέα του θέση, στο Μακρύ Στενό, περί τη συνοικία τού Αγίου Γεωργίου (Γρόττα).

Άγιος Στέφανος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Στέφανος, ο (στον Άγιο Στέφανο) (μονή- συνοικία)
Βρισκόταν στην ομώνυμη συνοικία του Αγίου Στεφάνου, παρά τη Μεγάλη Ρούγα (σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως). Ο ορισμός της θέσης έγινε κατά προσέγγιση.

Άγιος Σωτήρας ο Ζωοδότης ή Σωτήρας (στο Σωτήρα το Ζωοδότη ή στο Σωτήρα) (μονή- συνοικία)
Ο Τρωίλος (πρ. 60) σημειώνει κατά λέξη ότι η εκκλησία «βρίσκεται στην Μεγάλη Ρούγα αυτής τής πόλης, στη συνοικία τού Αγίου Σωτήρα στο (sic) Ζωοδότη…». Ο Πάντιμος (πρ. 96) την τοποθετεί, επίσης, στη «Μεγάλη Ρούγα», με την επί πλέον πληροφορία ότι εκεί «λειτουργεί ο σεβαστός παπα- Νικολό Καλλέργης». Τέλος, ο Αρκολέος (πρ. 47) και ο Καλλέργης (πρ. 405) την ίδια εκκλησία την τοποθετούν απλά στη «Ρούγα» (όχι στη «Μεγάλη Ρούγα», όπως παραπάνω ο Τρωίλος και ο Πάντιμος), παραθέτοντας, επίσης, ο τελευταίος (ο Καλλέργης), την ίδια πληροφορία τού Πάντιμου, ότι, δηλαδή, λειτουργός του ήταν «ο σεβαστός παπα- Νικολός Καλλέργης». Άρα, και κατά τους δύο νοταρίους (Πάντιμο και Καλλέργη) ό ίδιος ναός, με αυτόν τον ίδιο λειτουργό «τον σεβαστό παπα- Νικολό Καλλέργη», αναφέρεται από μεν τον πρώτο στη «Μεγάλη Ρούγα», από δε τον δεύτερο απλά στη «Ρούγα». Αυτό το θεωρούμε ως απόδειξη (αντίθετα με αυτό που, γενικά, πιστεύεται) ότι η «Μεγάλη Ρούγα» και η «Ρούγα» αφορούν στον ίδιο δρόμο, δηλαδή στη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως (που αρχίζει από τη Μεγάλη Πόρτα και φθάνει μέχρι τον Πλάτανο) , στην περιοχή τής οποίας και θα πρέπει, τελικά, να αναζητήσουμε τον ναό τού Σωτήρος, ο οποίος, μάλιστα, πρέπει να ταυτίζεται με αυτόν του «Αγίου Σωτήρα τού Περδικάρη», που αναφέρει ο Πάντιμος (πρ. 235), αφού και ο «Περδικάρης» τοποθετείται στην ίδια περιοχή (Μεγάλη Ρούγα), οπότε θεωρούμε δύσκολο δυο ναοί τού Σωτήρος να βρίσκονταν στην ίδια περιοχή (βλ. και λήμμα: Μεγάλη Ρούγα- Ρούγα).
Στον Αρκολέο, περαιτέρω, θα συναντήσουμε τρεις, ακόμα, εκκλησίες τού αγίου Σωτήρα: τον Άγιο Σωτήρα τού Πετρόπουλου (πρ. 236 και 295), του παπα- Κλαροτζάνε (πρ. 262), στη συνοικία Λιβάδι (πρ. 179, 199, 352, 360, 377) (βλ. σχετικό λήμμα της Ενετοκρατίας) και στη συνοικία «Κλιμάκι», για το οποίο απλά σημειώνεται ότι βρισκόταν έξω από την πόλη και πιθανόν να πρόκειται γι” αυτην νότια τού σημερινού Αγνώστου Στρατιώτη, παρά τα Τσικαλαριά, στο προαύλιο τής οποίας είχαν στήσει κανόνια οι Τούρκοι στη διάρκεια της πολιορκίας τής πόλης.

 

Άγιος Σωτήρας του Περδικάρη, ο (στον Άγιο Σωτήρα του Περδικάρη) (συνοικία)
Άγνωστη η ακριβής θέση αυτής της συνοικίας. Σύμφωνα, πάντως, με τον Τρωίλο (πρ. 60), στον οποίο ανευρίσκουμε το οικογενειακό «Περδικάρης», βρισκόταν στη Μεγάλη Ρούγα, στην περιοχή, άρα, της σημερινής οδού Εθνικής Αντιστάσεως, οπότε θα πρέπει να ταυτιστεί με τον Άγιο Σωτήρα τον Ζωοδότη ή Σωτήρα της Μεγάλης Ρούγας (βλ. λήμμα), αλλά και τον Άγιο Σωτήρα στο Λιβάδι (βλ. σχετ. λήμμα), γιατι το θεωρούμε δύσκολο τρεις ναοί του Σωτήρος να βρίσκονταν στην ίδια περιοχή.

Άγιος Φραγκίσκος{ width=
Βενετοκρατία

Άγιος Φραγκίσκος, (στον Άγιο Φραγκίσκο) (συνοικία)

Η συνοικία αυτή αναφέρεται στην περιοχή γύρω από τη Ρ/καθολική Μονή των Φραγκισκανών μοναχών, στην περιοχή τού σημερινού 1ου Δημοτικού Σχολείου («Τούρκικου»). Μονές τού Αγίου Φραγκίσκου είχαν ιδρυθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής Κρήτης, γιατί ο άγιος Φραγκίσκος, να σημειωθεί- ο «Φτωχούλης τού Θεού» (κατά Καζαντζάκη)- ήταν πολύ αγαπητός άγιος και σε αυτούς, ακόμα, τους Ορθοδόξους χριστιανούς. Το μοναστήρι τού Αγίου Φραγκίσκου πιθανόν να ιδρύθηκε γύρω στα 1530 από τη γνωστή οικογένεια των Μπαρότσι. Ήταν ένα από τα πολλά τάγματα που είχε δημιουργήσει η Δυτική Εκκλησία, ενώ, εδώ κοντά, υπήρχε και το άλλο γνωστό λατινικό μοναστήρι, η Santa Maria Μaddalena των Δομηνικανών.
Το σωζόμενο, σήμερα, κτίσμα δεν είναι όλος ο ναός, αλλά ένα μικρό τμήμα του, ο κυρίως ναός. Το ανατολικό τμήμα του (τα ιερά) και το εγκάρσιο κλίτος έχουν, σήμερα, σχεδόν καταστραφεί και ένα τμήμα τους έχει καταληφθεί από καταστήματα τής Μικρής Αγοράς, ενώ και τα κελιά των μοναχών- που πρέπει να εκτείνονταν δυτικότερα (σημερινές οδούς Γοβατζιδάκη και Παπαμιχελάκη)- έχουν, επίσης, καταστραφεί.
Το μοναστήρι καταστράφηκε κατά την τουρκική κατάκτηση το έτος 1646, από τον Ιμπραήμ Ντελή Χουσεΐν πασά, τον κατακτητή αυτής τής πόλης, και έγινε νέα διαμόρφωση τού χώρου, με το τζαμί τού Χουσεΐν πασά (Τζαμί Νεραντζές) ως το κεντρικό, πλέον, τζαμί τής παλιάς πόλης και τον εν λόγω Άγιο Φραγκίσκο ως Ιμαρέτι (= κουζίνα), όπου, δηλαδή, στα χρόνια των Οθωμανών, μαγείρευαν και μοίραζαν το φαγητό στην ελίτ τής πόλης και ό,τι περίσσευε διατίθετο στους φτωχούς.
Η εκκλησία τής Μονής τού Αγίου Φραγκίσκου, στην είσοδο τού «Τούρκικου Σχολείου», χρησιμοποιούνταν μέχρι το 2016 ως αίθουσα διαλέξεων και πολιτιστικών εκδηλώσεων και από τον Μάιο του 2016 ως χώρος «προσωρινής έκθεσης τού Αρχαιολογικού Μουσείου», ενώ παλαιότερα, κατά τη δεκαετία τού πενήντα, ο χώρος τού ναού, θυμάμαι, χρησιμοποιούνταν από τον τοπικό Προσκοπισμό, αλλά και για τη παρασκευή και διανομή τού πρωινού συσσιτίου στους μαθητές τού παρακείμενου 1ου Δημοτικού Σχολείου.

Βούργος{ width=
Βενετοκρατία

Βούργος, ο  (στο Βούργο) (συνοικία)
Ο «Βούργος» (= προάστιο) αφορά, ειδικότερα, στο μέρος της πόλης έξω από το Castel Vecchio [Παλιό Κάστρο, Καστέλι του Ρεθύμνου (βλ. λήμμα)], που άρχισε να δημιουργείται από τον 13ο κιόλας αιώνα και κορυφώθηκε στον 15ο- όταν παρατηρήθηκε η μεγάλη ανάπτυξη των αστικών κέντρων της Κρήτης- και μεταβλήθηκε προοδευτικά σε μιαν ολόκληρη πόλη, τη citta του χάρτη του Μagagnato.
Ο «Βούργος» θα οχυρωθεί στις 8 Απριλίου 1540 [θεμελίωση προμαχώνα Αγίας Βαρβάρας της Sabbionara (= Άμμου)] μετά τις πρώτες πειρατικές επιδρομές του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (1538). Το Βούργος τότε είχε εκταθεί σε όλη, σχεδόν, την έκταση της χερσαίας γλωσσίδας, όπου απλώνεται η πόλη του Ρεθύμνου.

 

Δημόσια Πλατεία{ width=
Βενετοκρατία

Δημόσια  Πλατεία (publica), piazza του Ρεθύμνου (συνοικία).
Πρόκειται για τον χώρο από την Κρήνη Ριμόντι, στη βορειοδυτική γωνία τής πλατείας, μέχρι λίγο νότια του βενετσιάνικου λιμανιού, όπου η βενετική Λέσχη των ευγενών (Loggia), κατά το πρότυπο της περίφημης Piazzetta της Βενετίας. Η ίδια πλατεία το έτος 1453 αποκαλείται platea και μάλλον και οι δύο (piazza- platea) αφορούν στον περίβολο, περίπου, του Castel Vecchio (βλ. λήμμα). Εδώ βρισκόταν και ο περίφημος πύργος του βενετσιάνικου ηλιακού Ρολογιού που γνώρισε την ολοκληρωτική του καταστροφή από την απαιδευσία και αδιαφορία των κατοίκων αυτής της πόλης.

Καβαλαρία Αγίου Ηλία (εκκλησία- μετόχι)
Καβαλαρία (η), στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, ονομαζόταν το φέουδο. Το φέουδο, λοιπόν, αυτό πιθανότατα θα περιλάμβανε την περιοχή του σημερινού προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικά της πόλης του Ρεθύμνου, όπου και η ομώνυμη εκκλησία. Από διάφορες δικαιοπραξίες φαίνεται ότι πρόκειται για περιοχή έξω από το Ρέθυμνο, με αμπέλι και λιόφυτο, αραιά κατοικημένη, υπό τύπον μετοχίου. Φαίνεται ότι ήταν ιδιωτικό μοναστήρι και ανήκε στην οικογένεια των Κουρνιαχτών.

Καλλονάς{ width=
Βενετοκρατία

Βλ. στην ίδια περιοχή και στην ίδια χρονική περίοδο (Βενετοκρατία) συνοικία «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αμμουδιά».

Καντάκιο{ width=
Βενετοκρατία

Καντάκιο (συνοικία)
Αφορά στην περιοχή, μάλλον, του Ρολογιού και της Λότζιας, κοντά στο λιμάνι, χώρο κεντρικό με καταστήματα και κατοικίες. Ξεκινούσε από το ανατολικό άκρο τής Δημόσιας Πλατείας, της piazza τού Ρεθύμνου (όπου η Λέσχη των Ευγενών και το Ρολόϊ) και προχωρούσε προς τη Φορτέτσα. Μάλλον, από προσηγ. «Χαντάκι» (πβ. Χάνδαξ το Ηράκλειο), οπότε η τοπωνυμία αναφέρεται στην περιοχή όπου θα βρισκόταν η αμυντική τάφρος (χανδάκι) των τειχών της πόλεως (Castel Vecchio).

Κήποι της Αμμουδιάς{ width=
Βενετοκρατία

Κήποι της Αμμουδιάς Σαμπιονάρας) [συνοικία]
Βρισκόταν έξω από την πόλη, όπου υπήρχε μοναστήρι της αγίας Παρασκευής της οικογένειας Φιλίνη, μέλη τής οποίας διετέλεσαν λειτουργοί του. Ο Γ. Γρυντάκης θεωρεί ότι με το όνομα αυτό [Κήποι τής ΑμμουδιάςΣαμπιονάρας)] ονομαζόταν η περιοχή τής Καλλιθέας και ο σημερινός οικισμός Περιβόλια, έξω από την πόλη τού Ρεθύμνου , ενώ ο Νίκος Παπαγιαννάκος θεωρεί πιθανόν οι «Κήποι τής Αμμουδιάς» να βρίσκονταν εντός τής πόλης, στη ζώνη τής Αμμουδιάς, όπου, επίσης, υπήρχαν κήποι, πράγμα, όμως, δύσκολο, τη στιγμή που στην αμμουδιά ανατολικά τού Ρεθύμνου υπήρχαν οι γνωστές στους παλιούς Ρεθυμνιώτες εκτάσεις με δροσόλουστα περιβόλια, απ’ όπου και το σημερινό τού προαστίου όνομα.
Θεωρώ ότι η ονομασία αυτή, «Κήποι τής Αμμουδιάς»Σαμπιονάρας), αναφέρεται μόνο στην παραθαλάσσια αμμώδη περιοχή τής σημερινής Καλλιθέας (που αποτελούσε συνέχεια τής Σαμπιονάρας τού Ρεθύμνου), ενώ η περιοχή των Περιβολίων θα πρέπει να ήταν γνωστή απλά ως «Κήποι» ή, ακόμα, και ως «Περιβόλια» (όπως, δηλαδή, και στις μέρες μας), και έτσι αναφέρονται δυο φορές. από τον Καλλέργη (Γιάννης Αμπελικόπουλος… από τα Περιβόλια αυτής τής πόλης), αλλά και από τον Αρκολέο (τα χωράφια που έχουν στο μετόχι στου Μηλούδη, κοντά στα Περιβόλια της πόλης) .
Ως προς την ονομασία «Κήποι», του εν λόγω δροσόλουστου οικισμού του Ρεθύμνου, στην πρ. 48 του Καλλέργη σημειώνεται χαρακτηριστικά η φράση: «στην εκκλησία Αγία Παρασκευή, που βρίσκεται «κοντά» στους Κήπους αυτής της πόλης». Πρόκειται, ακριβώς, για την Αγία Παρασκευή στους «Κήπους τής Σαμπιονάρας», που, από τον παραπάνω προσδιορισμό τής επακριβούς θέσης της («κοντά»), δηλώνεται ότι η εν λόγω μονή βρισκόταν μεν στην Καλλιθέα (Κήπους τής Σαμπιονάρας), αλλά προς την περιοχή των Περιβολίων («κοντά στους Κήπους»), που, όπως ήδη παρατηρήσαμε, τα Περιβόλια, επί Ενετοκρατίας, ονομάζονταν απλά «Κήποι». Αυτός ο επιρρηματικός προσδιορισμός «κοντά στους Κήπους» φανερώνει, θεωρώ, ότι οι «Κήποι τής Σαμπιονάρας» (δηλαδή η σημερινή Καλλιθέα, όπου μαρτυρημένα βρισκόταν η Αγία Παρασκευή) είναι διαφορετικοί από τους «Κήπους» (που είναι τα Περιβόλια). Αλλιώς, αν «Κήποι» και «Κήποι Σαμπιονάρας» ήταν το ίδιο- σύμφωνα με την εκφρασθείσα άποψη τού κ. Γρυντάκη- τότε η αγία Παρασκευή τής Καλλιθέας θα έπρεπε να τοποθετηθεί περί τη σημερινή πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη, που, τότε, θα ήταν, τωόντι, «κοντά» στους «Κήπους» (ή «Κήπους τής Σαμπιονάρας»). Τα Περιβόλια, εξάλλου, και στα μετέπειτα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, συνέχισαν αυτήν την ίδια ονομασία στην τουρκική, πλέον, ως Παγτσελίκ [= στους Κήπους (μπαχτσές= κήπος, περιβόλι)], χωρίς τον τοπικό προσδιορισμό «Σαμπιονάρας» .
Τέλος, στο σχέδιο τού Basilicata, του έτους 1618, η συγκεκριμένη περιοχή αναγράφεται ως Orti (= περιβόλια), ενώ σε άλλους σχεδιαστές σχεδίων η ίδια περιοχή σημειώνεται ως «giardini” (=κήποι, λαχανόκηποι) . Kαι, όπως γνωρίζουμε εμείς οι παλιότεροι, ήταν, πράγματι, γεμάτη κήπους και περιβόλια.

Κοκάλα{ width=
Βενετοκρατία

Κοκάλα, η (στη gοκάλα) (συνοικία)
Πρόκειται, όπως μας λέγει ο νοτάριος Πάντιμος (πρ. 86), για περιοχή έξω από τα παλιά τείχη του Ρεθύμνου. Όταν ο νοτάριος λέγει «έξω από τα Παλιά Τείχη» αναφέρεται στην περιοχή γύρω από τη σημερινή Φορτέτσα, δυτικά, αφού τα παλιά τείχη εκτείνονταν από το μικρό λιμάνι μέχρι τον Άγιο Σπυρίδωνα. Το τοπωνύμιο αφορά στο μεσαιων. επώνυμο «Κοκ(κ)άλας» και θεωρώ ότι, μάλλον, θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνος κάτω από τη Φορτέτσα, που μπορεί, πράγματι, η παραλία του να ονομασθεί χαλικότοπος, τόπος γεμάτος μικρές πέτρες [κ(ρ)οκάλες], αφού σε έναν τύπο Κοκάλα (η) μπορεί να οδηγήσει και ένας τύπος Κροκάλα (με ανομοιωτική έκπτωση) και σημαίνει κροκάλα, η= χαλικότοπος, πβ. και Κροκαλαριά, η= τόπος με πολλούς μικρούς λίθους (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Κουγερίνα{ width=
Βενετοκρατία

Κουγερίνα, η (στση Κουγερίνας).
Αναφέρεται ως μικρότερη περιοχή της Μεγάλης Ρούγας. Η Μεγάλη Ρούγα, ως σπουδαία και πυκνοκατοικημένη συνοικία που ήταν, και προς διευκόλυνση του αναζητούμενου, κάθε φορά, ακινήτου, είχε ανάγκη, προφανώς, και από ειδικότερους τοπωνυμικούς προσδιορισμούς, όπως αυτόν εδώ από το ανδρωνυμικό  γυναίκας που κατοικούσε στην περιοχή.
Πρόκειται για ανδρωνυμικό από σπάνιο οικογενειακό Κουγέρης (Κουγερής;). Πβ. και οικογ. Κουγέας, από σλαβ. Kuja (= πεταλωτής) ή σερβ. Kuja (= σκύλα) (και περιοχές Κουγαίικα Μύλων Αργολίδος και Βάρδα Ηλείας)
(Προσδιορισμός θέσης κατά προσέγγιση)

Κουρτικιανά{ width=
Βενετοκρατία

Κουρτικιανά, τα (στα Κουρτικιανά) (συνοικία)
Πρόκειται για την περιοχή γύρω από τον λόφο του Προφήτη Ηλία, όπου σήμερα και η ομώνυμη εκκλησία, μάλλον από οικισμό/μετόχι τής οικογένειας των Κουρτίκηδων. «Κουρτίκης» από «κούρτα» (η) = η μάντρα (Κρητ. Εστία 178, 575 και 262- 63, 44) και «κουρτάκι» (το) = μικρό κλειστό πεζούλι (Κρητ. Εστία 176, 479). Πβ. και οικογ.» Κουρτάκης», με την αυτήν ετυμολογία . Ο Χ. Συμεωνίδης θεωρεί το οικογεν. (Κουρτίκης) ελληνοαλβ. < αλβαν. επών. Kurtiqi (Paulo Kortik- 1437) . Θεωρούμε πιθανότερη, για την Κρήτη ειδικά, την πρώτη, φυσικά, εκδοχή, αφού υπάρχει σαφής ετυμολογική προσέγγιση.

Κυρία των Αγγέλων{ width=
Βενετοκρατία

Κυρία των Αγγέλων, η (στη Gυρία των Αgέλων) [εκκλησία- συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή Μικρή Εκκλησία (Παναγία). Σε πολλούς νοταρίους, πέραν του ναού, γίνεται μνεία και «συνοικίας Κυρίας των Αγγέλων», που θα αφορά, ασφαλώς, στη γύρω από τον συγκεκριμένο ναό περιοχή. Πρόκειται, μάλιστα, για την αριστοκρατικότερη συνοικία της πόλης, στην οποία κατοικούσαν οι περισσότεροι ευγενείς βενετοί.
Η προσωνυμία αυτή της Θεοτόκου προήλθε από τον εικονογραφικό τύπο της «Κυρίας των Αγγέλων», που παρουσιάστηκε κυρίως τον 15ο αι. και στον οποίον εικονίζεται η Παναγία κατενώπιον, καθισμένη σε θρόνο, με τον Χριστό στα χέρια Της. Στις επάνω γωνίες της εικόνας, σε στηθάρια, εικονίζονται οι μορφές των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ ή, σε άλλες παραστάσεις, οι Αρχάγγελοι ολόσωμοι δεξιά και αριστερά τής Παναγίας, αποδίδοντες σεβασμό και τιμή σ” ἐκείνη πού εἶναι ἡ «Κυρία τῶν Ἀγγέλων».

Λαμέρα Λατομείο{ width=
Βενετοκρατία

Λαμέρα Λατομείο, το (στο Λατομείο του Λαμέρα)
Βρίσκεται στον λόφο του Αγίου Αθανασίου (Φουρκοκέφαλο), σημερινό Τ. Σταυρό. Η απόσταση τού εν λόγω λόφου από την ακριβώς απέναντι Φορτέτζα θεωρώ ότι δεν υπερβαίνει τα 800 μέτρα. Για τον λόγο αυτόν, το βραχώδες ύψωμα Φουρκοκέφαλο παρουσιάζεται σε όλες τις αναφορές των Βενετσιάνων αξιωματούχων ως ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της Φορτέτσας, επειδή ακριβώς κυριαρχεί επικίνδυνα πάνω σ” αυτήν και ο εχθρός μπορεί άνετα από εκεί να προσβάλει αυτό το ίδιο το φρούριο. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο να προτείνουν κατά καιρούς τις πιο απίθανες λύσεις, όπως λ.χ. πως έπρεπε να χαμηλώσουν τον εν λόγω βράχο του Αγίου Αθανασίου, μετατρέποντας τον σε λατομείο, ώστε με τον καιρό να ισοπεδωθεί και να μην μπορούν, σε περίπτωση πολιορκίας, να φτάνουν οι βολές των κανονιών του εχθρού στο εσωτερικό της Φορτέτσας. Μάλιστα, ο Ι. Δημακόπουλος σημειώνει ότι πραγματικά η κορυφή αυτού του λόφου μετατράπηκε σε λατομείο πωρόλιθου (πετροκοπιό). Εδώ ανοίχτηκε και το εν λόγω λατομείο του Λαμέρα. Η θέση δεν απαντά στα νοταριακά έγγραφα.

Λιβάδι{ width=
Βενετοκρατία

Λιβάδι, το (στο Λιβάδι)
Άγνωστη συνοικία των χρόνων της Βενετοκρατίας, παρότι πολύ συχνά αναφερόμενη από τους νοταρίους , της οποίας τη θέση, τελικά, πιστεύω ότι καταφέρνουμε να προσδιορίσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, από έγγραφα των χρόνων τής Τουρκοκρατίας, που συνέχιζε και τότε, η εν λόγω συνοικία, να υπάρχει (βλ. το ίδιο λήμμα: «Λιβάδι [Livadi] της Τουρκοκρατίας). Είναι βέβαιο, πάντως, ότι πρόκειται για συνοικία τής πόλης, στην οποία υπήρχε και ναός τής αγίας Άννας, από τον λόγο τού νοταρίου Τρωΐλου (πρ. 67), που σημειώνει για τον χώρο όπου συντάσσεται η εν λόγω πράξη: «στο Ρέθυμνο, πόλη τού νησιού τής Κρήτης, στην εκκλησία τής Αγίας Άννας στο Λιβάδι».

Λότζια{ width=
Βενετοκρατία

Λότζια, η (στη Λότζια) (ιταλ. Loggia) [συνοικία]

Στον χώρο αυτόν συγκεντρώνονταν οι ευγενείς, οι άρχοντες, οι φεουδάρχες, για να συζητήσουν διάφορα ζητήματα οικονομικά, εμπορικά, πολιτικά κ.λπ. Και αυτό, ακριβώς, σημαίνει η βενετσιάνικη λέξη loggia. τόπο όπου κάνανε κουβέντα (ίδιο θέμα με την ελλην. λέξη λόγος, λέσχη). Ήταν ακόμη χώρος συνάντησης και αναψυχής, όπου επιτρέπονταν και τα τυχερά παιχνίδια. Ήταν είδος Επιμελητηρίου και Λέσχης με τη σημερινή έννοια. Από την υπερυψωμένη της είσοδο οι κήρυκες διάβαζαν στον λαό τα διατάγματα της εξουσίας. Η γειτνίαση, ειδικότερα, της ρεθεμνιώτικης Loggia με το λιμάνι τής πόλης, της προσέδιδε και μιαν άλλη, όλως ετερόκλητη, δυνατότητα χρήσης . της προσωρινής, δηλαδή, κατά τον χειμώνα, αποθήκευσης σε αυτήν δημητριακών και οσπρίων, προκειμένου να μη σαπίσουν, γιατί οι αποθηκευτικοί χώροι τής πόλης και η Δημόσια Σιταποθήκη βρισκόντουσαν αρκετά μακριά από το λιμάνι.
Η Loggia τού Ρεθύμνου πιστεύεται ότι χτίστηκε ανάμεσα στα έτη 1538-1541, σε σχέδια του διάσημου βερονέζου μηχανικού Michiele Sammichieli, όταν αυτός βρισκόταν στο Ρέθυμνο για να ασχοληθεί με τις οχυρώσεις των πόλεων τού νησιού, και είναι, ίσως, το παλαιότερο δημόσιο κτήριο της πόλης (Ι. Δημακόπουλος). Ωστόσο, ο βενετολόγος Κώστας Ε. Λαμπρινός, βάσει εγγράφων από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, τα οποία και δημοσιεύει, θεωρεί ότι το εν λόγω μνημείο δεν είναι του 1540, αλλά κτίστηκε μετά τον τρομερό σεισμό του 1595, ενώ το κτίσμα αυτό που διακρίνεται στο σχεδιάγραμμα τού Magagnato (1559), πρέπει να γνώρισε, επίσης, και τις συνέπειες τής επιδρομής στην πόλη τού Ουλούτζ Αλή (Ιούνιο 1571). Εάν, μάλιστα, η Loggia τότε δεν καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με άλλο κτίριο μέχρι τα χρόνια 1595- 1597, οπότε βεβαιώνεται η ανέγερση τής νέας Loggia, είναι βέβαιο ότι θα δέχθηκε και τις λοιπές θεομηνίες που έπληξαν την πόλη τού Ρεθύμνου τον Νοέμβριο τού 1590, με βροχές και δυνατούς ανέμους, και, μάλιστα, τον τρομερό σεισμό που συγκλόνισε την Κρήτη τον Νοέμβριο τού 1595, τον οποίο ακολούθησε θαλάσσια πλημμύρα (τσουνάμι) για επτά συνεχείς ημέρες, που κατάστρεψε ολοσχερώς πολλά σπίτια και τον έναντι ακριβώς τής Loggia ευρισκόμενο Πύργο τού Ρολογιού (βλ. σχετ. λήμμα). Τον Μάιο τού 1597, και πριν από τη λήξη τής θητείας τού ρέκτoρα Pesaro, η νέα Loggia ήταν, πλέον, πραγματικότητα. Το νέο κτήριο, σύμφωνα με τα έγγραφα, ήταν ψηλότερο, ευρύτερο και επιβλητικότερο («στολίδι της πόλης»), σε σχέση με το παλαιό, αντιπροσωπευτικό δείγμα τής Κρητικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Το οικόπεδο ανήκε στον εύπορο κρητικό ευγενή του Ρεθύμνου Giacomo Sanguinazzo (βλ. και Δημόσια Πλατεία στα χρόνια τής Βενετοκρατίας)

Μακρύς Δρόμος{ width=
Βενετοκρατία

Μακρύς Δρόμος, ο (οδός- συνοικία)
Είναι το σημερινό Μακρύ Στενό (βλ. Ουζούν- Γιόλ των χρόνων της Τουρκοκρατίας ή Μακρύ Στενό των Νεοτέρων Χρόνων).

Μεγάλη Ρούγα ή Ρούγα, η (στη Μεγάλη Ρούγα)
Μεγάλη Ρούγα (λατ. ρούγα= δρόμος), στη Βενετοκρατία, κατά τον Γ. Γρυντάκη αλλά και τη διάχυτη αντίληψη που σήμερα επικρατεί, ήταν η σημερινή οδός Αρκαδίου (Μεγάλη Αγορά), που τότε ήταν πλάι στη θάλασσα, αφού δεν είχε κτιστεί ακόμα η βόρεια σειρά οικοδομημάτων. Σε κάποιο ύψος της, άγνωστο ποιο, βρισκόταν ο ναός τού Σωτήρα. Τον αναφέρει και ο νοτάριος Καλλέργης (στη Ρούγα) με τη σημείωση ότι λειτουργούσε εκεί ο παπα- Νικολό Καλλέργης. Να σημειώσουμε, πάντως, εδώ ότι «Μεγάλη Ρούγα» ο Ιορδάνης Δημακόπουλος- και συμφωνεί μαζί του και ο αείμν. Ν. Β. Δρανδάκης – ονομάζει τη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως, που ξεκινά από τη Μεγάλη Πόρτα και καταλήγει στη σημερινή πλατεία Τίτου Πετυχάκη (Πλάτανο).
Θεωρούμε κι εμείς ορθότερο- σύμφωνα με τους δύο τελευταίους ερευνητές- ως Μεγάλη Ρούγα ή και απλά ως Ρούγα, κατά τη Βενετοκρατία, να εννοήσουμε τη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως, που θα πρέπει- αντίθετα προς τη σημερινή πραγματικότητα που, όμως, αναφέρεται στο μέγεθος των αγορών – να ήταν ο κεντρικότερος δρόμος τού Ρεθύμνου, ξεκινώντας από την κεντρικότερη πύλη των τειχών που οδηγούσε τους επισκέπτες μέσα στην πόλη, την περίφημη Πόρτα Guora των Βενετών ή Μεγάλη Πόρτα. Επί πλέον, αυτό που ο Γ. Γρυντάκης αποκαλεί Μεγάλη Ρούγα, στην ουσία θα πρέπει να ήταν ο, ακόμα, αδιαμόρφωτος Δρόμος τής Άμμου, όπως πολύ εύστοχα τον αποκάλεσε ο Ν. Β. Δρανδάκης.
Αν, μάλιστα, προσέξουμε την περίφημη ελαιογραφική απεικόνιση τού Ρεθύμνου των αρχών τού ΙΖ΄ αιώνα, θα δούμε καθαρά ότι στον αιγιαλό, τον καιρό εκείνο, δεν υπήρχε ουδόλως δρόμος, αλλά αναπεπταμένη αμμουδιά, που έφθανε μέχρι και τα σπίτια (η Αρκαδίου, όπως είπαμε, διαμορφώθηκε αργότερα, στα μέσα τού 18ου αι., επί Τουρκοκρατίας, όταν δημιουργήθηκε η βορειοανατολική σειρά οικοδομημάτων, αποτελουμένη από τρία οικοδομικά τετράγωνα σε παράταξη). Βλέπουμε, επίσης, ότι το ρέμα Καμαράκι, όπως και ένα άλλο «ρέμα», βορειότερα, στην περιοχή τού σημερινού Λυκείου Ελληνίδων, που θα οδηγούσε, προφανώς, στη θάλασσα τα νερά τής Φοντάνας (Κρήνης Ριμόντι), παραμένουν ανοιχτά με μόνο το στενότατο πέτρινο «καμαράκι» (απ’ όπου και το όνομα τής περιοχής και του όλου χειμάρρου) να καλύπτει τον ομώνυμο χείμαρρο. Άρα, εδώ πρόκειται σαφώς για Δρόμο τής Άμμου, για τη Σαμπιονάρα (Sabbionara ή Sabbionera) των Βενετών (από sabbia= άμμος), και έτσι, εξάλλου, ο «δρόμος» αυτός θα πρέπει να ήταν, τα χρόνια εκείνα, ευρύτατα γνωστός (πβ. και λήμμα: Σαμπιονάρα).
Από τη μελέτη, περαιτέρω, των πράξεων των νοταρίων τού Ρεθύμνου, παρακολουθούμε ότι οι νοτάριοι θέλοντας να αναφερθούν στον κεντρικό αυτόν οδικό άξονα τού Ρεθύμνου χρησιμοποιούν αδιάφορα και τις δύο ονομασίες «Μεγάλη Ρούγα» ή και απλά «Ρούγα», γιατί, ακριβώς, επρόκειτο για τον ίδιο ακριβώς δρόμο. Έτσι, την παραπάνω εκκλησία τού αγίου Σωτήρα ο μεν Αρκολέος (πρ. 47) την αναφέρει στη «Ρούγα», το ίδιο και ο Τρωίλος (πρ. 17), ενώ σε άλλη πράξη του ο Τρωίλος (πρ. 60) την αναφέρει στη «Μεγάλη Ρούγα»(!). Επίσης, ο μεν Πάντιμος (πρ. 96) το μοναστήρι τού Αγίου Σωτήρα το τοποθετεί στη Μεγάλη Ρούγα, «όπου, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, λειτουργεί ο σεβαστός παπα- Νικολό Καλλέργης», ενώ ο ίδιος νοτάριος παρακάτω, στην πράξη 235- όπως και ο Καλλέργης στην πράξη 405- το ίδιο μοναστήρι, στο οποίο και οι δυο σημειώνουν τον ίδιο και πάλι λειτουργό- «τον σεβαστό παπα- Νικολό Καλλέργη»– το αναφέρουν απλά στη «Ρούγα». Άρα, και από τους τρεις παραπάνω νοταρίους (Τρωίλο, Πάντιμο, Καλλέργη) αυτός ό ίδιος ναός, με τον ίδιο, πάντοτε, λειτουργό (τον παπα- Νικολό Καλλέργη), αναφέρεται άλλοτε στη «Μεγάλη Ρούγα» και άλλοτε απλά στη «Ρούγα».
Οπότε, θεωρούμε ότι επί Ενετοκρατίας οι Ρεθυμνιώτες έλεγαν αδιάφορα Ρούγα ή Μεγάλη Ρούγα και αναφέρονταν στον ίδιο δρόμο, στη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως, που αποτελεί τον κεντρικότερο από τις τρεις κύριες οδικές αρτηρίες τού βενετσιάνικου Ρεθύμνου, αλλά και γιατί σε αυτόν τον δρόμο συγκεντρωνόταν όλη η εμπορική κίνηση τού Ρεθύμνου στα χρόνια τής Ενετοκρατίας, καθώς και σπουδαίες υπηρεσίες και μονές, όπως τα δυο μεγάλα λατινικά μοναστήρια τού Αγίου Φραγκίσκου και της Παναγίας (Santa Maria). Οι άλλες δύο οδικές αρτηρίες ήταν ο Μακρύς Δρόμος (το σημερινό Μακρύ Στενό) και ο Δρόμος τής Άμμου (βλ. σχετικά λήμματα στην παρούσα μελέτη μας, καθώς και το λήμμα: Πόλη).

Μεσαμπελίτισσα{ width=
Βενετοκρατία

Μεσαμπελίτισσα, η (στη Μεσαμπελίτισσα) (μονή- περιοχή)
Ονομαζόταν η περιοχή τού σημερινού νεκροταφείου, παρά τον λόφο τού Αγίου Αθανασίου (Φουρκοκέφαλο), για τα πολλά της αμπέλια. Παρότι πολύ γνωστή κατά την Ενετοκρατία, στους νοταρίους δεν γίνεται αναφορά στην εν λόγω περιοχή, γιατί προφανώς δεν ήταν, ακόμα, πυκνοκατοικημένη.

Μηλούδη{ width=
Βενετοκρατία

Μηλούδης, ο  (στου Μηλούδη) (μονή- μετόχι)
Μετόχι «Μηλούδη» και γενικότερα η περιοχή «Μηλούδη» αναφέρονται σε όλους, γενικά, τους νοταρίους. Εντοπίζεται στα Περιβόλια, που, αναμφισβήτητα, συμπίπτουν με τα σημερινά, παρά τον ανατολικό αιγιαλό του Ρεθύμνου [βλ. σχετικά και στο λήμμα: «Κήπους της Αμμουδιάς» (Σαμπιονάρας) των χρόνων τής Βενετοκρατίας, ενώ για την εκεί υπάρχουσα Ι. Μονή του «Αγίου Γεωργίου», βλ. λήμμα «Άγιος Γεώργιος Μηλούδη», των χρόνων, επίσης, της Βενετοκρατίας].

Μικρή Πλατεία{ width=
Βενετοκρατία

Μικρή Πλατεία, η (στη Μικρή Πλατεία)
Ο ναός του Αγίου Αντωνίου, της εν λόγω πλατείας, στον Πάντιμο, προσδιορίζεται ακόμα περισσότερο με τη φράση: «στη Μικρή Πλατεία», την οποία ο Γρυντάκης τοποθετεί στο ανατολικό άκρο της Δημόσιας (publica) Πλατείας, προς το λιμάνι, εκεί όπου άρχιζε η συνοικία Καντάκιο. Θεωρώ σωστή την άποψη αυτήν του κ. Γρυντάκη, η οποία φαίνεται να συμφωνεί και με την άποψη τού αείμν. Δρανδάκη για τη θέση του ναού παραδίπλα στον Πύργο του Ρολογιού, όπως εικονίζεται στην ελαιογραφική απεικόνιση του Ρεθύμνου των αρχών τού ΙΖ΄ αι . Πραγματικά, στη θέση αυτήν που ο Δρανδάκης εντοπίζει την εκκλησία του αγίου Αντωνίου, φαίνεται, στον πίσω από την εκκλησία χώρο, να σχηματίζεται «μικρή πλατεία», σύμφωνα με την παραπάνω μαρτυρία του Παντίμου. Οπότε, η μικρή αυτή πλατεία θα πρέπει να βρισκόταν στην αρχή της μεγάλης συνοικίας Καντάκιο.

Μιχαήλ Αρχάγγελος{ width=
Βενετοκρατία

Μιχαήλ Αρχάγγελος, ο (στο Μιχαήλ Αρχάγγελο) (Μονή)
Κατά τον Πάντιμο η εκκλησία βρισκόταν στη Ρούγα (δηλαδή στη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως), ενώ κατά τον Αρκολέο το μοναστήρι (όχι εκκλησία) βρισκόταν στη Μεγάλη Ρούγα (και πάλι, όμως, και με το προσδιοριστικό «Μεγάλη» ή χωρίς αυτό, πρόκειται, όπως έχουμε δείξει (βλ. λήμμα: Μεγάλη Ρούγα ή Ρούγα), για τον ίδιο δρόμο, την Εθνικής Αντιστάσεως) και είχε λειτουργούς τους παπάδες αδελφούς Αρκολέους. Πιθανή ιδιοκτησία των Επισκοπόπουλων, της οποίας μέλη το κατοικούσαν και το λειτουργούσαν.

Μπαροτσανή Αυλή{ width=
Βενετοκρατία

Μπαροτσανή Αυλή, η (στη Μπαροτσανή Αυλή) [θέση]
Εδώ, στην αυλή τού Μπαρότση, αναφέρεται εκκλησία του Αγίου Νικολάου (;), με εφημέριο τον σεβαστό παπα- Γιάννη Βλαστό. Από την αποστροφή, πάντως, του Αρκολέου (πρ. 286) ότι «ο ηγούμενος του Μηλούδη κατοικούσε προσωρινά στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, στη Μπαροτσανή αυλή» θεωρώ ότι «η Μπαροτσανή αυλή» θα βρισκόταν στη συνοικία Σκιέρο, αφού εκεί (βλ. σχετ. λήμμα) σημειώνεται συνοικία του Αγίου Νικολάου και άρα οι δυο αυτοί άγιοι Νικόλαοι (Σκιέρο- Αυλής Μπαρότσι) θα πρέπει, λογικά, να ταυτίζονται και να αφορούν στον Άγιο Νικόλαο του Σκιέρο. Γιατί να είχαν τόσο κοντά οικοδομηθεί δυο άγιοι Νικόλαοι, το θεωρούμε λογικά αδύνατον. Η Αυλή τού Μπαρότσι, άρα, που διέμενε προσωρινά ο ηγούμενος του Μηλούδη, βρισκόταν στη στενότερη, περί τον ναό, συνοικία του Αγίου Νικολάου της ευρύτερης συνοικίας Σκιέρο. 

Μόλος{ width=
Βενετοκρατία

Μόλος, ο (στο Μόλο) [συνοικία]
Μόλος, ο [μσν. <λατ. moles (ιταλ. molo)]= προκυμαία, αποβάθρα, η τεχνητή ή φυσική προεξοχή γης που εισχωρεί στη θάλασσα, για να δέσουν με ασφάλεια τα πλοία. Βρισκόταν στην περιοχή του βετσιάνικου λιμανιού, παρά τη σημερινή οδό Νεάρχου.

Παλιά Τείχη{ width=
Βενετοκρατία

Παλιά Τείχη, τα (στα Παλιά Τείχη) (συνοικία)
Όταν ο Αρκολέος (πρ. 259 και 279) λέγει ότι η «Μεγάλη Ρούγα» (σημερινή οδός Εθνικής Αντιστάσεως) ήταν έξω από τα «Παλιά Τείχη» μιλεί σαφέστατα για τα τείχη του Castel Vecchio. Όμως, στα «νέα τείχη», της Βενετοκρατίας (κτίστηκαν 1540-1570), η Μεγάλη Ρούγα ή Ρούγα, που άρχιζε από τη Μεγάλη Πόρτα (Πύλη Guora) και κατέληγε στον Πλάτανο, ήταν ολόκληρη μέσα σε αυτά, αφού, τα νέα αυτά τείχη, άρχιζαν από τον Άγνωστο Στρατιώτη και, διά της Μεγάλης Πόρτας, κατέληγαν στο σημερινό γήπεδο όπου η «Μαρμαρόπορτα» (βλ. συνοικία «Μερμελή Καπή» της Τουρκοκρατίας ή «Μαρμαρόπορτα» των Νέων Χρόνων).

Παλιό Κάστρο{ width=
Βενετοκρατία

Παλιό Κάστρο, το (στο Παλιό Κάστρο) (Castel Vecchio) [συνοικία]
Ο Αρκολέος αναφέρεται σε σπίτι μέσα στο Παλιό Κάστρο, κοντά στον Πύργο τού Ρολογιού. To Παλιό Κάστρο (Castel Vecchio)- που παρουσιάζει στα 1559 η pianta του Zuanne Magagnato– ήταν, ακριβώς, η περιοχή γύρω από το λιμάνι, που, έως τα μέσα, τουλάχιστον, του 16ου αι., αποτελούσε το οχυρωμένο με τείχος μέρος της πόλης. Πρόκειται για τον πρώτο οχυρωμένο οικιστικό πυρήνα τού Ρεθύμνου, που περικλείνεται σε ένα πολυγωνικό σχήμα ενός ακανόνιστου τετράπλευρου. Η οχύρωση του Castel Vecchio καταστράφηκε, οπως πιστεύει ο Gerola, με την επιδρομή του Ουλούτς Αλή στα 1571 (πβ. και συνοικία «Βούργος»).
Οι τρεις πιο βασικοί δρόμοι τού Ρεθύμνου, η σημερινή, δηλαδή, οδός Μελισσινού (πρώην Βουλγαροκτόνου), που οδεύει κατά μήκος τής νότιας πλευράς τής Φορτέτσας, η οδός Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Κωνσταντινουπόλεως), ένας από τους εμπορικότερους δρόμους τού Ρεθύμνου, που σχίζει την πόλη κάθετα, από Νότο προς Βορρά, και ο άλλοτε (στα χρόνια τής Ενετοκρατίας) παραλιακός δρόμος, ο Δρόμος τής Άμμου, που εξελίχθηκε στη σημερινή οδό Αρκαδίου, φαίνονται και οι τρεις να συγκλίνουν προς την περιοχή του λιμανιού. Εκεί ακριβώς πρέπει να βρισκόταν από τις πρώτες δεκαετίες τού 13ου αι. το Castrum Rethemi, που, σύμφωνα με τον Ι. Δημακόπουλο, μπορούμε, δίχως άλλο, να το ταυτίσουμε με τον οικισμό τού Castel Vecchio (= του Παλιού Κάστρου, Καστελιού).

Παναγία Δοξαρά{ width=
Βενετοκρατία

Παναγία Δοξαρά, η (στη bαναγία Δοξαρά) [συνοικία]
Στον Πάντιμο (πρ. 177) η ίδια εκκλησία αναγράφεται ως «Ευλογημένη Θεοτόκος του Δοξαρά», από το όνομα, ασφαλώς, του κτήτορος ή ιδιοκτήτη της Δοξαρά ή και Δοσαρά, συνηθέστατο οικογενειακό, συχνά απαντώμενο σε όλους τους νοταρίους κατά τη Βενετοκρατία. Σε άλλη πράξη του Παντίμου (πρ. 213) η ίδια εκκλησία, με τον ίδιο εφημέριο, παπα- Τζώρτζη Φιλάρετο, αναφέρεται ως «Παναγία Δοξαριανή», για τον ίδιο, ακριβώς, λόγο. Στον Καλλέργη (πρ. 191 και 164) αναφέρεται ότι βρισκόταν κοντά στα παλαιά τείχη (του Castel vecchio), που έκλειναν την περιοχή του λιμανιού και στον Αρκολέο αναφέρεται Παναγία του σεβαστού ηγουμένου Βαρούχα, έξω από τα παλαιά τείχη της πόλης, που δεν αποκλείεται, νομίζουμε, να πρόκειται γι’ αυτήν την ίδια Παναγία, της οποίας, τώρα μαθαίνουμε και τον ηγούμενό της, Βαρούχα, στα 1645.
Ο Γρυντάκης την τοποθετεί κάπου στη σημερινή Μητρόπολη ή, πιθανόν, ακόμα, λέγει, να πρόκειται για την ίδια την παλιότερη εκκλησία πάνω την οποία χτίστηκε το 1834 ο μητροπολιτικός ναός των Εισοδίων. Πάντως, η θέση που εμείς την τοποθετούμε εδώ, στον χάρτη- κοντά, δηλαδή, στα Παλιά Τείχη- είναι σύμφωνα με τον νοτάριο Καλλέργη (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Παναγία Ερημιτανών{ width=
Βενετοκρατία

Παναγία των Ερημιτανών Πατέρων (μονή)
Πιθανότατα, κατά Γρυντάκη, το τάγμα των Ερημιτανών διέθετε στο Ρέθυμνο το δικό του μοναστήρι, όπως και τα άλλα γνωστά τάγματα (Αυγουστινιανών, Φραγκισκανών) και βρισκόταν, μάλλον, δυτικά τής πόλης προς τον Κουμπέ (βλ. και λήμμα: Σωτήρας Χριστός, Κουμπέ, Νεοτέρων Χρόνων).
(Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση)

Παναγία Οδηγήτρια{ width=
Βενετοκρατία

Παναγία Οδηγήτρια, η (στην Παναγία την Οδηγήτρια) [ναός]
Λειτουργός της ήταν ο παπα- Ανδρέας Βλαστός και αφορούσε σε ενοριακό ναό, παρά την Αμμουδιά της πόλης του Ρεθύμνου, τη Sabbionara της Βενετοκρατίας (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Παναγία η Παλαιοκαστρινή, η (στη bαναγιά τη bαλαιοκαστρινή) (εκκλησία- περιοχή)
Πρόκειται για πολύ σπουδαία παλαιοχριστιανική εκκλησία, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την ανατολική είσοδο τού φρουρίου της Φορτέτσας, Είναι λογικό και το όνομα τής εν λόγω εκκλησίας αυτό δηλώνει. ότι, δηλαδή, πριν κτιστεί το σημερινό βενετσιάνικο κάστρο (1573- 1580), στη θέση του, επί του βράχου, θα υπήρχε άλλο παλαιότερο, το ΠαλαιόκαστροΒίγλα) . Τη γκρέμισαν, σύμφωνα με τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, οι Βενετοί, για να μην ισοπεδωθεί, λέγει, ο χώρος, ανάμεσα σε αυτήν και τα τείχη, με χώμα που θα έριχνε ο Χουσεΐν. Ο ναός αυτός δεν αναφέρεται σε πράξεις νοταρίων τής Βενετοκρατίας, γιατί, προφανώς, δεν αποτελούσε κατοικήσιμη περιοχή για στρατιωτικούς λόγους. Προς τούτο και η απλή αυτή αναφορά του.

Παναγία Παπα- Τζανάκη, η (μονή)
Μάλλον ότι πρόκειται για την Παναγία των Καστελακίων, τη σημερινή Ζωοδόχο Πηγή, στον γνωστό οικισμό του Ρεθύμνου, πάνω από τα Περιβόλια. «Παπα-Τζανάκης» (παπα- Γιάννης;) θα πρέπει να ήταν το όνομα του λειτουργού ή, πιθανότερον, του ιδιοκτήτη της.

Παναγία η Χρυσοπηγή{ width=
Βενετοκρατία

Παναγία η Χρυσοπηγή, η (στην Παναγία τη Χρυσοπηγή) [μονή]
Βρισκόταν δυτικά της «Κυρίας των Αγγέλων». Πιθανότατα είναι το κτίσμα στη γωνία των οδών Π. Κορωναίου και Σμύρνης, στην περιοχή της Σωχώρας. Από την προσωνυμία του ονόματος της Παναγίας, πρέπει, το πιθανότερο, να πρόκειται για ναό Ορθοδόξων. Μάλλον πως ταυτίζεται με την Αγία Σοφία (βλ. ομώνυμη συνοικία της Βενετοκρατίας).

Κήποι ή Περιβόλια{ width=
Βενετοκρατία

Περιβόλια, τα (στα Περιβόλια) [προάστιο]
Η γνωστή σήμερα συνοικία κατά τη Βενετοκρατία ακουγόταν και με τα δύο ονόματα:  Κήποι, οι (στους Κήπους) και Περιβόλια, τα (στα Περιβόλια), αλλά συνηθέστερα ως Κήποι. Βλ. περισσότερα στα λήμματα: «Κήποι της Αμμουδιάς», της Βενετοκρατίας, ή «Περιβόλια» των Νεοτέρων Χρόνων.

Πετζακάδες{ width=
Βενετοκρατία

Πετζακάδες, οι (στους Πετζακάδες) [συνοικία]
Η εν λόγω θέση ορίζεται δυτικά της πόλης, στην αμπελόφυτη περιοχή ανάμεσα Αγίας Φωτεινής και Κουμπέ. Στη συνοικία αυτή, παρά την περιοχή όπου η πηγή του νερού, στον Κουμπέ, υπήρχε και ναός του αγίου Γεωργίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι και σήμερα. Ο χαρακτηρισμός της συνοικίας αυτής από τους νοταρίους ως «αμπελόφυτης» με κάνει να την τοποθετήσω στο σημείο αυτό (ανατολικότερα), όπου, επί Ενετοκρατίας, θα φύονταν αμπελώνες περισσότερο παρά προς τον ναό του Αγίου Γεωργίου, δυτικότερα, όπου το έδαφος- ως παραθαλάσσιο και βραχώδες- δεν δικαιολογεί εύκολα τον χαρακτηρισμό αυτόν, «αμπελόφυτη» περιοχή. Όμως, η συνοικία θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι εκτεινόταν δυτικότερα μέχρι και τον ναό του Αγίου Γεωργίου (στους Πετζακάδες), περί την πηγή του νερού στον Κουμπέ.
Το τοπωνύμιο «Πετζακάδες» δηλώνει ύπαρξη βυρσοδεψείων, κάτι που, όμως, δεν τεκμηριώνεται για την περιοχή στα χρόνια της Βενετοκρατίας (προέρχεται, προφανώς, από προσηγορικό πετσί + μεγεθ. επίθημα αρσεν. –ακας> πέτσακας και πληθ. πετσακάδες και με παραφθ. Πετζακάδες, κατ’ επηρεασμό, μάλλον, από τον λόγο τού Ρεθεμνιώτη ποιητή Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή: «οι καβαλάροι των Τουρκώ, ταητέρου ένα σαββάτο σαράντα άλογά ’ρθασι ’ς τσι Πετζακάδες κάτω») .

Πόλη{ width=
Βενετοκρατία

Πόλη, η (στη bόλη) [cità]
Στο τέρμα του κεντρικού δρόμου της πόλης, που ξεκινούσε από τη Μεγάλη Πόρτα (Μεγάλη Ρούγα της Τουρκοκρατίας και σημερινή οδός Εθνικής Αντιστάσεως), βρισκόταν, επί Ενετοκρατίας, η Δημόσια (publica) Πλατεία, η piazza του Ρεθύμνου [την οποία, κατά κάποιο τρόπο, αντικατέστησε η συνεχόμενη σε αυτήν σημερινή πλατεία τού Πλατάνου (πλατεία Τίτου Πετυχάκη)]. Απ’ εδώ, κατά τον Γρυντάκη, άρχιζε η Πόλη, που εκτεινόταν γύρω από το σημερινό λιμάνι και τη Φορτέτσα (βλ. και λήμμα: Μεγάλη Ρούγα).
Ως «Πόλη» θα ορίζαμε τον αρχικό «βούργο», δηλαδή το προάστιο που άρχισε να δημιουργείται από τον 13ο κιόλας, αιώνα και έφθασε, σταδιακά, τον 15ο αιώνα (την εποχή τής μεγάλης ανάπτυξης των αστικών κέντρων της Κρήτης), να γίνει μια ολόκληρη πόλη (η cità του χάρτη του Magagnato), η πόλη, δηλαδή, του Ρεθύμνου, καταλαμβάνοντας το σύνολο της γλωσσίδας (ακρωτηρίου) του Ρεθύμνου, χωρίς καμιά αρχικά οχύρωση, μέχρι το έτος 1540, οπότε άρχισε, με την καθιερωμένη θρησκευτική τελετή, η θεμελίωση του ανατολικότερου προμαχώνα του τείχους, αυτού της Αγίας Βαρβάρας (ή της Sabbionara= της Άμμου).
Άρα, Πόλη (cità) ονομαζόταν ολόκληρο το οικιστικό σύνολο που αναπτύχθηκε σταδιακά- από το αρχικό Βούργο (= προάστιο)- επί του ακρωτηρίου του Ρεθύμνου. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν πρόκειται για συνοικία.

Πύλη Γκουόρα{ width=
Βενετοκρατία

Πύλη Γκουόρα, η (στη bύλη Gουόρα) [συνοικία]
Πρόκειται για τη δεύτερη (μετά την Άμμος Πόρτα) και πιο κεντρική καστρόπορτα του Ρεθύμνου, τη σημερινή «Μεγάλη Πόρτα», που κτίστηκε κατά τα έτη 1566- 68 από τον βενετό Ρέκτορα της πόλης Guora Giacomo, του οποίου και πήρε το όνομα (Πόρτα Guora).
Βρισκόταν κάτω από τον προμαχώνα τής Santa Veneranda, του οποίου το μήκος εξαντλούσε, προχωρώντας από κάτω του με στοά είκοσι επτά, περίπου, μέτρων. Ο προμαχώνας της Santa Veneranda καταστράφηκε με το γκρέμισμα των τειχών της πόλης, το έτος 1902.
Η τρίτη πύλη, η δυτικότερη, των νεότερων οχυρώσεων της πόλης, ήταν αυτή του Αγίου Αθανασίου ή Μαρμαρόπορτας, όπου και εδώ υπήρχε μικρός προμαχώνας, αυτός του Αγίου Αθανασίου, από τον γειτονικό σε αυτόν ομώνυμο ναό.

Πύργος του Ρολογιού{ width=
Βενετοκρατία

Πύργος του Ρολογιού, ο (στον Πύργο του Ρολογιού) [θέση- συνοικία]
Ο Αρκολέος (πρ. 279 και 165) αναφέρεται σε σπίτι μέσα στο «Παλιό Κάστρο«, κοντά στον «Πύργο του Ρολογιού». Πρόκειται, ακριβώς, για τον μοναδικό στο είδος του, σε όλες τις κρητικές πόλεις, «Πύργο ηλιακού Ρολογιού», ένα κτίσμα ιδιαίτερα εντυπωσιακό, με τρεις ορόφους και πάνω στην κορυφή είχε μία μεγάλη υπαίθρια καμπάνα. Ο «Πύργος του Ρολογιού» βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τού «Παλιού Κάστρου» (Castel Vecchio), της περιοχής, δηλαδή γύρω από το λιμάνι, που ως τα μέσα, τουλάχιστον, του 16ου αι. αποτελούσε το οχυρωμένο, με τείχος, μέρος της πόλης, τον πρώτο οχυρωμένο οικιστικό πυρήνα του Ρεθύμνου. Ισχυρό πλήγμα δέχθηκε ο Πύργος του Ρολογιού από τον ισχυρότατο σεισμό που σημειώθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1595.

Σαμπιονάρα{ width=
Βενετοκρατία

Σαμπιονάρα (Sabbionara ή Sabbionera) ή Δρόμος της Άμμου
(δρόμος- συνοικία)
Sabbionara (από ιταλ. sabbia= άμμος) στα βενετικά σημαίνει την αμμουδιά. Ήταν ο επί Ενετοκρατίας παραλιακός «Δρόμος της Άμμου», σημερινή οδός Αρκαδίου και Τσάρου των αρχών του 20ου αι., που κατέληγε στην Πύλη τής Άμμου και στον οποίο υψώνονταν μερικά από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα μέγαρα του αρχοντικού Ρεθύμνου. Στη συνοικία αυτήν πολλά καταστήματα και αποθήκες χωροθετούνται στο βορειότερό της τμήμα, προς τη Loggia, και εξυπηρετούν τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα, ενώ αναφέρεται και ταχυδρομικός σταθμός με δυνατότητα αλλαγής υποζυγίων. Έτσι, το τμήμα αυτό, το βορειότερο, προς τη Loggia, διατηρεί τον οικονομικό παλμό, σε αντίθεση με το νοτιότερο, προς την Πόρτα τής Άμμου, που φαίνεται να διατηρεί τη ζωή σε ηπιότερους ρυθμούς, με, μάλλον, αποκλειστική τη χρήση κατοικίας (Ν. Παπαγιαννάκος). Επί Τουρκοκρατίας, άγνωστο πότε ακριβώς (πάντως όχι νωρίτερα από τα μέσα του 18ου αι.), στον αναπεπταμένο αυτόν δρόμο της Άμμου, άρχισε να κτίζεται η στενόμακρη παραλιακή οικοδομική γραμμή, με τις διώροφες και τριώροφες κατοικίες- η βορινή, δηλαδή, πλευρά της σημερινής οδού Αρκαδίου- που, τελικά, έφραξε τη θέα της θάλασσας από τα αρχοντικά της Βενετοκρατίας
Υπό την ονομασία, λοιπόν, Sabbionara (= αμμουδιά) πρέπει να εννοήσουμε, επί Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, αυτό μόνον το τμήμα τής πόλης τού Ρεθύμνου (από το λιμάνι μέχρι την Πόρτα τής Άμμου) και σε καμιά περίπτωση όλο το παραλιακό μέτωπο, που προσμετρά άνω των δέκα χιλιομέτρων συνεχούς αξιοποιημένης αμμώδους παραλίας μέχρι τον τουριστικό οικισμό τού Πλατανιά και ακόμα πιο πέρα μέχρι τον Αδελιανό Κάμπο. Τα μέρη αυτά, κατά περιοχές, επί Βενετοκρατίας, ακούγονταν ως «Κήποι της Σαμπιονάρας» (περί τη σημερινή Καλλιθέα) ή απλά ως «Κήποι» (τα σημερινά Περιβόλια)

Σκορδίλη{ width=
Βενετοκρατία

Σκορδίλης, ο (στου Σκορδίλη) [συνοικία]
Πρόκειται για μικρότερη συνοικία μέσα στη μεγάλη συνοικία της Μεγάλης Ρούγας, από οικογενειακό «Σκορδίλης» (<σκόρδο), σημαίνοντος, προφανώς, προσώπου που διέμενε στην εν λόγω περιοχή.
(Ορισμος θέσης κατά προσέγγιση)

Σκιέρο{ width=
Βενετοκρατία

Σκιέρο (συνοικία)
Έτσι, ονομαζόταν το μικρό ναυπηγείο (βενετσ.  Squero), που βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πόλης, στη σημερινή Σωχώρα, κάπου μεταξύ προμαχώνα Καλλέργη και Φορτέτσας. Πρόκειται, προφανώς, για το Σκιέρος τού Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Εδώ, κάπου, ήταν η εκκλησία της αγίας Άννας (βλ. λήμμα). Επίσης, εδώ, φαίνεται ότι στην ευρύτερη παραθαλάσσια συνοικία του Σκιέρου θα υπήρχε η στενότερη, αυστηρά περί την εκκλησία, συνοικία του Αγίου Νικολάου (βλ. λήμμα Μπαροτσανή Αυλή των χρόνων της Βενετοκρατίας).
Εδώ προβλεπόταν και η πύλη Squero (Σκιέρο) των τειχών της πόλης του Ρεθύμνου (στη δυτικότερη, δηλαδή, ακτή του ακρωτηρίου), όπου, σύμφωνα με τον Gerola, προβλεπόταν με το σχέδιο Crema, αλλά είναι άγνωστο αν κτίστηκε ποτέ.

Σολέρο{ width=
Βενετοκρατία

Σολέρο [συνοικία]
Ήταν η συνοικία από το λιμάνι μέχρι το ανατολικό άκρο της Φορτέτσας, που ταυτίζεται με τον σημερινό Γκιουλούμπαση. Στην εν λόγω περιοχή αναφέρεται ναός του αγίου Νικολάου και μικρή πλατεία (πιανέτα) (βλ. και συνοικία: Άγιος Νικόλαος των χρόνων της Βενετοκρατίας).
Θεωρώ ότι το όνομα έχει σχέση προς το ιταλ. sale= αλάτι, αφού αφορά σε παραθαλάσσια και μάλιστα βραχώδη περιοχή, που επί των βράχων της θα αφθονούσε μονίμως το αλάτι.

Σπιανάτα{ width=
Βενετοκρατία

Σπιανάτα, η (στη Σπιανάτα)  (Spianata) (περιοχή)
Πρόκειται για τον μεγάλο ελεύθερο χώρο κάτω από τη νότια πλευρά της Φορτέτσας, στους πρόποδες του λόφου της Βίγλας, που έφθανε, περίπου, μέχρι τη σημερινή οδό Μελισσινού, και έγινε με σκοπό καθαρά αμυντικό, εφόσον η ύπαρξη σπιτιών κοντά στο φρούριο θα μπορούσε, σε περίπτωση κινδύνου, να αποτελέσει σπουδαίο προγεφύρωμα για τον εχθρό.
Την εν λόγω ονομασία αναφέρει, για τον χώρο αυτόν, ο Fr. Basilicata (πίν. 71 – 1618). Οι Ρεθεμνιώτες, πάντως, αντιδρούσαν ζωηρά στη δημιουργία της, γιατί η διάνοιξή της προϋπόθετε την κατεδάφιση ενός μεγάλου αριθμού σπιτιών, που, όπως παρατηρεί ο Gerola, ήταν, ίσως, τα μόνα που είχαν διασωθεί από την μεγάλη καταστροφή του 1571.

Σταυρωμένος{ width=
Βενετοκρατία
  • Σταυρωμένος, ο (στο Σταυρωμένο) [εκκλησία- αραιοκατοικημένη περιοχή]

Ο Τρωίλος αναφέρεται σε άγνωστη συνοικία «Σταυρωμένος» της πόλης (sic), ενώ ο Καλλέργης για εκκλησία (sic) Σταυρωμένου (προφανώς Τιμίου Σταυρού), όπου λειτουργούσε ο παπα- Γιαλινάς. Όμως, ναός  «Σταυρωμένου», σημειώνει η Μ. Αρακαδάκη, δεν μαρτυρείται, κατά την Ενετοκρατία, στην εν λόγω περιοχή, που αποτελούσε τη σκοπιά Stavromeno, contigua ai borghi και πρέπει, μάλλον, να συσχετισθεί με τον μυστηριώδη Σταυρό που σημειώνεται σε ορισμένους χάρτες στην παραλία με την ένδειξη La Croce (πβ. και Γ. Π. Εκκεκάκη«Τα Περιβόλια των Περιβολίων, ο Πλατανιάς των Γουρουνιών και ο σταυρός στου Σταυρωμένου», Κρητική Επιθεώρηση 22-3-2012). Αντίθετα, στον Καλλέργη έχουμε σαφή αναφορά στην περιοχή του σημερινού Σταυρωμένου, αφού από τον νοτάριο η θέση προσδιορίζεται με το γνωστό τοπωνύμιο της περιοχής «Αρίου».
Ο Σταυρωμένος, επί Ενετοκρατίας, θα ήταν αραιοκατοικημένη περιοχή στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα, που θα συμμετείχε ενεργά στην οικονομική δραστηριότητα της πόλης, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στην περίπτωση του Κερκυραίου Λουκά Quartano, που εγκατέλειψε την Κέρκυρα περί το 1570 και ήλθε στο Ρέθυμνο των 5500 χιλιάδων, την εποχή εκείνη, κατοίκων, όπου και ανέπτυξε ποικίλες δραστηριότητες. Μη περιοριζόμενος, λοιπόν, στην υπαλληλική του ιδιότητα, με δυναμική πρωτοβουλία, το έτος 1577, ο  Quartano ζήτησε από τη βενετική εξουσία να του παραχωρηθεί το δικαίωμα συμμετοχής στην εκμετάλλευση μιας τεράστιας παραλιακής έκτασης στον οικισμό Σταυρωμένος, από την chiesa de Stavromeno detto Crocifisso έως το φρούριο του Μυλοποτάμου (σημερινό Πάνορμο), στην οποία υπήρχαν ιδιωτικοί βοσκότοποι με αγριελιές.
Και ναι μεν, λοιπόν,  ο Basilicata στο σχέδιό του (1618) παραθέτει, πράγματι, το σύμβολο του σταυρού, όμως αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι πρόκειται, πράγματι, μόνο για τον «μυστηριώδη Σταυρό»- όπως τον αποκάλεσε  παραπάνω η κ. Αρακαδάκη- και όχι και για εκκλησία του Εσταυρωμένου, αφού από την παραπάνω μελέτη του βενετολόγου Κώστα Λαμπρινού, αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι επί Ενετοκρατίας υπήρχε chiesa de Stavromeno (=εκκλησία Σταυρωμένου), που έδωσε το όνομά της και στην περιοχή. Πρόκειται, εξάλλου, για σύνηθες τοπωνύμιο από ομώνυμους ναούς.

 

Σχολή του Αγίου Στεφάνου, η (στη Σχολή του Αγίου Στεφάνου)
Στον νοτάριο Πάντιμο, που αναγράφεται το εν λόγω καθίδρυμα, δεν αναφέρεται ως συνοικία. Είναι, όμως, λογικό το όνομα ενός τέτοιου καθιδρύματος- που διέθετε νοσοκομείο και ξενώνα για τους φτωχούς- να χρησιμοποιούνταν και προς ονομασία της γύρω σε αυτό περιοχής. Η θέση του δεν καθορίζεται από τον νοτάριο, ο Γ. Γρυντάκης, όμως, υποθέτει ότι το νοσοκομείο που- πέραν αυτού της Αγίας Τριάδος– αναφέρει ο Gerola ότι υπήρχε στη Φορτέτσα του Ρεθύμνου είναι αυτό της Αδελφότητας του Αγίου Στεφάνου (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Τσικαλαριά{ width=
Βενετοκρατία

Τσικαλαριά, τα (στα Τσικαλαριά) [προάστιο]
Είναι το προάστιο που φαίνεται σε αρκετές πιάντες, καθώς και στον γνωστό πίνακα του αγνώστου Ρεθυμνιώτη ζωγράφου των αρχών τού 17ου αι., με το όνομα «Τσικαλαριά»– και όχι «Τσιγγαναριά», όπως σωστά διόρθωσε ο Γ. Εκκεκάκης. Τα σπίτια τού οικισμού φαίνονται να ξεκινούσαν λίγο έξω από το ανατολικό άκρο τού χερσαίου τείχους,  από τον λόφο, περίπου,  που αρχίζει από το παλιό νοσοκομείο και εκτείνονταν νότια μέχρι τις υπώρειες του Εβλιγιά, διατεταγμένα σε δύο στίχους κατά μήκος τής ανατολικής όχθης τού χειμάρρου «Καμαράκι». Είναι η περιοχή στην οποία παραπέμπουν οι σημερινοί Ρεθυμνιώτες λέγοντας «στη Σχολή Χωροφυλακής». Εδώ θα πρέπει να βρισκόταν και η μικρότερη συνοικία Κλιμάκι (βλ. σχετ. λήμμα).
Το όνομα του οικισμού παραπέμπει σε καμίνια για κεραμικά (“Fornas”, αντίστοιχη ιταλική λέξη από σχέδιο τού 1559).

Φοντάνα{ width=
Βενετοκρατία

Fontana, Κρήνη Rimondi [θέση- συνοικία]
Πρόκειται για την Κρήνη Ριμόντι [ιταλ. fontana= πηγή, κρήνη (την Bellissima Fontana= πολύ ωραία κρήνη)], που βρισκόταν σε μιαν εσοχή της βορειοδυτικής γωνίας της Δημόσιας (publica) Πλατείας, της piazza του Ρεθύμνου. Το όνομά της το οφείλει στον τότε Ρετούρη Alvise Rimondi, που την επισκεύασε στα 1626. Η κρήνη τροφοδοτούσε το Ρέθυμνο με το νερό της πηγής του Αϊ- Γιάννη του Προδρόμου, στον Εβλιγιά. Στη γωνία της Κρήνης Ριμόντι αναφέρεται μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη.

Φορτέτσα{ width=
Βενετοκρατία

Φορτέτσα, η (στη Φορτέτσα)
Στον λόφο του ΠαλαιοκάστρουΒίγλας) υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας πόλης, της Ρίθυμνας, και το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος. Ο προσδιορισμός «Ροκκαία» πιθανόν προέρχεται από το λατινικό «rocca», που σημαίνει κάστρο ή φρούριο σε απόκρημνο ύψωμα.
Εδώ, στον λόφο του Παλαιοκάστρου, στα χρόνια της Βενετοκρατίας- και μετά τη μεγάλη καταστροφή που γνώρισε ή πόλη κατά την επιδρομή του Ουλούτζ- Αλή (1571)- αποφασίστηκε από τους αρμόδιους τοπικούς διοικητές, τους Ρεθυμνιώτες και τη βενετική Γερουσία η ανέγερση ενός κάστρου (1573- 1580), της σημερινής Φορτέτσας (ιταλ. fortezza= κάστρο, φρούριο).

Φουρκοκέφαλο{ width=
Βενετοκρατία

Φουρκοκέφαλο, το (στο Φουρκοκέφαλο)
Ο λόγος για τον σημερινό λόφο του Τιμίου Σταυρού, που στα χρόνια της Βενετοκρατίας ήταν γνωστός με τα ονόματα
Φ ο υ ρ κ ο κ έ φ α λ ο  ή  Λ ό φ ο ς τ ο υ Α γ ί ο υ Α θ α ν α σ ί ο υ.
Το πρώτο όνομα (Φουρκοκέφαλο) το αναφέρει ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στο έργο του «Κρητικός πόλεμος», αναφερόμενος στο γυναικείο μοναστήρι τού Αγίου Αντωνίου, που, στα χρόνια της Βενετοκρατίας, ήταν κτισμένο στον εν λόγω λόφο με τους παρακάτω στίχους:
«Κι οι Τούρκοι τσι λουμπάρδες των τσι επήγα για μια νύχτα
και δεν εφοβηθήκασι τσι μπάλες απού ερίχτα,
τσ” επήγε και τσ” ανέβασε, έτοιες φριχτές λουμπάρδες,
εκεί στην πόρτα τσ” εκκλησιάς, που “τον οι καλογράδες,
έστησε το καστέλι του “ς τόπον που μπάλα σώνει,
μέσα στο Φουρκοκέφαλο τον Άγιο Αντώνη».
Η ετυμολογία του ονόματος πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι κατά την περίοδο τής Βενετοκρατίας εκεί ήταν ο χώρος εκτέλεσης των Ρεθεμνιωτών επαναστατών από τους Βενετσιάνους κατακτητές, που έτσι φόβιζαν και παραδειγμάτιζαν τον λαό κάθε φορά που επαναστατούσε. οπότε Φ ο υ ρ κ οκ έ φ α λ ο σημαίνει κεφάλι (= ύψωμα), όπου υπήρχε φούρκα (η), πάσσαλος διχαλωτός, δοκός σε σχήμα  Τ  ή σταυρού, αγχόνη, κρεμάλα.
Το δεύτερο όνομα τού λοφίσκου (Άγιος Αθανάσιος) θα έλαβε, προφανώς, από τις δύο εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου που σημειώνονται στους πρόποδες αυτού (βλ. και λήμματα Άγιος Αθανάσιος των Φράγκων και Άγιος Αθανάσιος των Ελλήνων των χρόνων της Βενετοκρατίας).

Ψαθί{ width=
Βενετοκρατία

Ψαθί, το (στο Ψαθί) [συνοικία]
Η εν λόγω συνοικία βρισκόταν κάτω από τη Φορτέτσα. Στο Ψαθί υπήρχε μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Ψαθί, το= περιληπτικό για τον τόπο όπου αυτοφύεται το φυτό τύφη (η), που, συχνά, ονομαζόταν στην Ελλάδα και ψάθα ή ράπη ή ρένα και αξιοποιούνταν, κυρίως, για την κατασκευή ψάθινων ειδών.

Αγία Αικατερίνη{ width=
Τουρκοκρατία

Αγία Αικατερίνη (τουρκ. Aya Katerina) (στην Αγία Αικατερίνη) [συνοικία]
Βλ. λήμμα Αγία Αικατερίνη (S.ta Caterina) των χρόνων της Βενετοκρατίας.

Αγία Βαρβάρα{ width=
Τουρκοκρατία

Αγία Βαρβάρα, η (στην Αγία Βαρβάρα) (τουρκ. Aya Varvar) [ναός- συνοικία]
Η χρήση τής «συνοικίας τής Αγίας Βαρβάρας» (τουρκ. «Aya Varvar»), για τον προσδιορισμό τής γύρω από τον ναό περιοχής, παρατηρείται τόσο κατά τα χρόνια τής Βενετοκρατίας, όσο και κατά τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, μέχρι το έτος 1898 (Κρητική Πολιτεία- Ρωσική Κατοχή), όταν για πρώτη φορά δίνονται ονόματα στους δρόμους και τις πλατείες τής πόλης τού Ρεθύμνου, οπότε στον συγκεκριμένο δρόμο δίδεται και πάλι το ίδιο όνομα (οδός Αγίας Βαρβάρας). Διαχρονική, λοιπόν, η λειτουργία τού εν λόγω ονόματος, που δείχνει, αν μη τι άλλο, τον σεβασμό των Ρεθεμνιωτών στην πολιούχο Αγία τους.
Ο σημερινός ναός τής αγίας Βαρβάρας οικοδομήθηκε το έτος 1885 σε κτήμα τού Τούρκου Αλή Τσιτσεκάκη, που, επί τουρκοκρατίας, είχε μεταβληθεί  σε λουτρό (χαμάμ). Ύστερα από θαυματουργική ενέργεια τής Αγίας, σε επιδημία ευλογιάς που έπεσε στην πόλη τού Ρεθύμνου, οι Οθωμανοί πίεσαν τον ομόθρησκό τους Αλή Τσιτσεκάκη να αποδώσει το λουτρό (χαμάμ) στους χριστιανούς, προκειμένου να οικοδομήσουν εκκλησία τής αγίας Βαρβάρας, προστάτιδσας κατά της πανώλους, που χτυπούσε επιλεκτικά τα σπίτια των Τούρκων (που δεν την σέβονταν), οπότε ο χώρος τού χαμάμ (και ναού τής Αγίας Βαρβάρας επί Ενετοκρατίας) αγοράστηκε από τους Ρεθεμνιώτες (1885) και άρχισε να οικοδομείται ο σημερινός ναός, που- σε χάραγμα που υπάρχει στην κύρια είσοδο τού ναού- φέρεται να ολοκληρώθηκε το έτος 1888, οπότε κατέστη κέντρο τής κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής των παλαιών Ρεθεμνιωτών. Εκεί, εκκλησιαζόταν η μαθητιώσα νεολαία των σχολείων τής πόλης, αλλά και οι Ρώσοι τον καιρό τής Κρητικής Πολιτείας.

.

Αγία Σοφία{ width=
Τουρκοκρατία

Αγία Σοφία, η (στην Αγία Σοφία) [συνοικία]
Βρισκόταν στα δυτικά της πόλης, στη συμβολή των σημερινών οδών Κορωναίου και Σμύρνης, όπου μία άλλη ορθόδοξη εκκλησία, η Αγία Σοφία (τουρκ. Αya sofya), μετατράπηκε σε ένα μικρό τζαμί από έναν αξιωματικό των γενιτσάρων, τον Γιαχγιά Ιμπραήμ. Πρόκειται για το τζαμί με τον περίφημο ξύλινο μιναρέ.

Άγιοι Ανάργυροι{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιοι Ανάργυροι, οι (στους Αγίους Αναργύρους) [συνοικία]
Τη συνοικία αυτήν των Αγίων Αναργύρων (τουρκ. Aya Argiri mahallesi) θα πρέπει να τοποθετήσουμε κάπου στην περιοχή τής Σωχώρας (βλ. σχετ. λήμμα Άγιοι Ανάργυροι των χρόνων τής Βενετοκρατίας)

Άγιος Ελευθέριος{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιος Ελευθέριος (στον Άγιο Ελευθέριο) [συνοικία]

Αναγράφεται ως μικρότερη, προφανώς, περιοχή (χαρακτηρισμένη, πάντως, ως συνοικία σε πράξη αγοραπωλησίας, του έτους 1659) ενταγμένη στην ευρύτερη συνοικία «Γιαλί» της πόλης του Ρεθύμνου. Κατά λέξη στην πράξη αγοραπωλησίας σημειώνεται: «Ο εκ των τιμαριούχων Ρεθύμνης γνωστός  υπό το όνομα Αk Mehmet, κάτοικος της συνοικίας Yalί Άγιος Ελευθέριος Ρεθύμνης, πωλεί την εν τη συνοικία ταύτη οικίαν του εις τον Elhac Ahmet bin Omer».
Η συνοικία Γιαλί ήταν πολύ εκτεταμένη και απλωνόταν καθ’ όλον τον αιγιαλό του Ρεθύμνου, οπότε, θεωρώ πολύ πιθανόν- λόγω ομώνυμου ναού της ευρύτερης αυτής συνοικίας- να έλαβε το συγκεκριμένο μικρότερο τμήμα αυτής περί τον ναό – άγνωστη, πάντως, σήμερα η ακριβής θέση του- την ονομασία «Άγιος Ελευθέριος».
Περισσότερα στοιχεία για την ακριβή θέση τής συνοικίας αυτής και για τον εν λόγω ναό, βλ. στο ίδιο λήμμα («Άγιος Ελευθέριος) των χρόνων τής Βενετοκρατίας.

Άγιος Λάζαρος{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιος Λάζαρος, ο (στον Άγιο Λάζαρο) [συνοικία]
Ότι πρόκειται για συνοικία περί τον σημερινό ναό της Κυρίας των Αγγέλων, βεβαιώνεται και από συμβόλαια των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας (1899), στα οποία τόσο η οδός Δονέτσι (σημερινή Νεοφ. Πατελάρου, 1η πάροδος αριστερά από τον ναό της Κυρίας των Αγγέλων), όσο και η οδός Ενώσεως (το σημερινό Μακρύ Στενό) τοποθετούνται στην εν λόγω συνοικία του Αγίου Λαζάρου. Στον σημερινό ναό σώζεται η κρήνη του Αγίου Λαζάρου.
(Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Άγιος Νικόλαος{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιος Νικόλαος, ο (στον Άγιο Νικόλαο) [συνοικία]
Πολλοί ήταν οι άγιοι Νικόλαοι (τουρκ. Ayo Nikolo) επί Βενετοκρατίας, οπότε ένας από αυτούς θα συνέχιζε, φαίνεται, να σηματοδοτεί την περιοχή αυτήν του Σολέρο και επί Τουρκοκρατίας. Μάλλον, έτσι θα ονομαζόταν στενότερη, περί τον ναό, περιοχή της ευρύτερης παραθαλάσσιας συνοικίας Σολέρο (βλ. και τα δύο λήμματα: Άγιος Νικόλαος της Βενετοκρατίας στην ίδια περιοχή).
Και στην παραθαλάσσια συνοικία Σκιέρο μαρτυρούνται, επί Ενετοκρατίας, «διπλοί», επίσης, ναοί του αγίου Νικολάου.

Άγιος Παύλος{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιος Παύλος, ο (στον Άγιο Παύλο)
Η Μονή των Αγίων Πέτρου και Παύλου, γνωστότερη ως Αγίου Παύλου (Γάλλου), τον 16ο αι. ήταν μετόχι της Ι. Μ. Αρκαδίου και πιστεύεται ότι ιδρύθηκε εξ αρχής από τη ακμαιότατη, τον καιρό εκείνο, Μονή, της οποίας μέχρι σήμερα παραμένει εξάρτημα. Το καθολικό είναι ένας μονόχωρος ναΐσκος. Σε επαφή με αυτό, στα βόρεια, βρίσκεται διώροφο θολοσκέπαστο κτίσμα, με εξωτερική λίθινη κλίμακα, στη δυτική όψη του οποίου υψώνεται το δίλοβο κωδωνοστάσιο του ναού. Το κτήριο αυτό, που δεν απέχει πολύ, χρονικά, από την ίδρυση του ναού, ανεγέρθηκε μάλλον για τη διαμονή του υπεύθυνου μοναχού του μετοχίου (μετοχάρη), ενώ από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του χρονολογείται το συγκρότημα στο 15ο- πρώιμο 16ο αι. Τα υπόλοιπα κτίσματα τής μονής ανεγέρθηκαν κατά τον 18ο και 19ο αι.

Άγιος Στέφανος{ width=
Τουρκοκρατία

Άγιος Στέφανος, ο (στον Άγιο Στέφανο) [μονή- συνοικία]
Επί Βενετοκρατίας ο ναός και η συνοικία του Αγίου Στεφάνου (τουρκ. Aya Stefano) βρίσκονταν παρά τη Μεγάλη Ρούγα (σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως), του οποίου συνέχεια θεωρούμε ότι αποτελεί αυτό το ίδιο τοπωνύμιο κατά την Τουρκοκρατία (βλ. λήμμα: Άγιος Στέφανος Βενετοκρατίας).

Ακ Σεράϊ{ width=
Τουρκοκρατία

Ακ Σεράϊ [συνοικία]
Η συνοικία Ακ Σεράϊ [Ak Serai (= άσπρο παλάτι)] εκτεινόταν δυτικά της πόλεως, βόρεια της σημερινής παλιάς εθνικής οδού Ρεθύμνου- Χανίων, στο ύψος του Αγίου Κωνσταντίνου, μέχρι και τη Σωχώρα. Παρότι το τοπωνύμιο απαντά πολύ παλαιότερα από τον 17ο αιώνα, υπάρχει άποψη ότι η ονομασία Ακ Σεράι (= λευκό παλάτι) αναφερόταν στο περικαλλέστατο κτίριο του Διοικητηρίου, της εν λόγω περιοχής – του σημερινού, δηλαδή, νομαρχιακού μεγάρου, κατασκευασμένου επί Νουρή πασά, στην αρχή τής δεύτερης τουρκικής κυριαρχίας, σε χώρο που αποτελούσε βακουφικά κτήματα. Το εν λόγω κτίριο προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως διοικητήριο και κατοικία του επάρχου και ο περιηγητής Ιωσήφ Χατζιδάκης το αποκαλεί «λαμπρόν μέγαρον».

Αλή Ατζή Βρύση{ width=
Τουρκοκρατία

Αλή Ατζή Βρύση (στ” Αλή Ατζή τη Βρύση) [θέση]
Πρόκειται, μάλλον, για τοπωνυμική θέση και όχι, ακριβώς, για συνοικία στη γωνία των δρόμων Αρκαδίου και Τσουδερών, όπου βρίσκεται σήμερα το χρυσοχοείο τού Στεφ. Μουρτζανού. Λέγεται ότι είχε πολύ δροσερό νερό. Ατζής είναι ο Χατζής, οπότε πρόκειται για τη Βρύση τού Αλή Χατζή (τουρκ. Ali Hacı), που δώρισε στην πόλη ο δήμαρχός της, κατά τις περιόδους 1895- 98 και 1899- 1905, Αλή Μπέης Αληγιατζιδάκης, στη μνήμη τής γυναίκας του που πέθανε νωρίς, το έτος 1886. Ο Αλή Μπέης ως δήμαρχος τού Ρεθύμνου απεικονίζεται στη σειρά των δημάρχων τής πόλης μας από τον ζωγράφο Φρίξο Θεοδοσάκη.

Αμπουχούρη{ width=
Τουρκοκρατία

Αμπουχούρης, ο (στου Αμπουχούρη) [συνοικία]
Η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Δημόσια οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Ρεθύμνου, συμπεριλαμβανομένων και των γύρω από αυτή χώρων. Η ονομασία από το καφενείο «Αμπουχούρη», ιδιοκτησίας του Χασάν Αμπουχουράκη, που βρισκόταν στην περιοχή. Κατά πληροφορία του Τουρκολόγου κ. Η. Κολοβού το οικογεν. πιθανόν να προέρχεται από το τουρκ. Abu-hürr (= ο γιος τού απελεύθερου σκλάβου).

Αποστόλων{ width=
Τουρκοκρατία

Αποστόλων  [συνοικία]
Πρόκειται, προφανώς, για την περιοχή του σημερινού ναού των Αγίων Αποστόλων (τουρκ. Apostol), που μαρτυρείται από την εποχή της Βενετοκρατίας (βλ. σχετ. λήμμα των χρόνων της Βενετοκρατίας)

Αραπομαχαλάς, ο (στον Αραπομαχαλά) ή Σουρούφ Αγά [συνοικία]
«Αράπ» (τουρκ. αrap = αράπης) + «Μαχαλάς» (τουρκ. mahalle= γειτονιά). Πρόκειται για την περιοχή που απαρτίζεται από τους δρόμους Όλγας και Ελισάβετ, που αντιστοιχούν προς τις σημερινές οδούς Τσουδερών και Καστρινογιαννάκη. Αφορούσε σε μια μουσουλμανική γειτονιά εν μέσω του χριστιανικού στοιχείου, πολύ κοντά στον μητροπολιτικό ναό.
Η δεύτερη ονομασία υπό την οποία φέρεται η εν λόγω συνοικία είναι σύνθετη από το τουρκ. όνομα Σουρούφ (τουρκ. Şuruf, Şeref ) + προσηγ. αγάς (τουρκ. Ağa), που θα διέμενε, προφανώς, στην εν λόγω τουρκοσυνοικία. Δεν ξέρουμε, όμως, σε  ποιον «αγά», συγκεκριμένα, αναφέρεται.

Αρβανι(τ)θιά, η (στην Αρβανιτ(θ)ιά) (Τσεσμέρ Βιταλέρη) [συνοικία]

Βρισκόταν παρά την Πόρτα και το τζαμί της Άμμου. Πρόκειται για τη γνωστή και σήμερα πλατεία της ΑρβανιτιάςΑρβανιτθιάς) (Τσεσμέρ Βιταλέρη) [συνοικία]
Βρισκόταν παρά την Πόρτα και το τζαμί της Άμμου. Πρόκειται για τη γνωστή και σήμερα πλατεία της «Αρβανιτιάς» και «Αρβανιθιάς» [ύστερα από δάσυνση του ψιλού [τ], εφόσον ακολουθεί συνιζανόμενο [ι] (πβ. μάθια αντί μάτια)]. Το όνομά της οφείλει στην παρουσία εκεί, κατά τη Βενετοκρατία, Αλβανών μισθοφόρων (σε ελληνικά μεσαιωνικά έγγραφα η Αλβανία δηλώνεται ως Άλβανον και Άρβανον), αλλά και Πελοποννησίων και Δαλματών.
Πρόκειται για τη θέση Stradioti. Υπήρχαν, κατά Στυλ. Αλεξίου, δεκαεπτά συνολικά θολωτά κτίσματα (στρατιωτικά καταλύματα)- «θόλοτα» τα αποκαλούσε ο λαός- από τα οποία τρία- τέσσερα, με πρόσοψη προς την οδό Εθνάρχου Μακαρίου, συνεχίζουν να σώζονται μέχρι και σήμερα. Τρία παρόμοια κτίσματα σώζονται, επίσης, στο ίδιο, περίπου, ύψος με αυτά τού «Αγνώστου Στρατιώτη», επί τής λεωφόρου Κουντουριώτη. Σε αυτά διέμεναν τον καιρό εκείνο οι Αλβανοί μισθοφόροι. Η εξωτερική διαμόρφωσή τους σήμερα δεν αφήνει να φανεί η παλιά αρχιτεκτονική τους, όπως, όμως, σαφώς αυτή γίνεται ορατή στον πίνακα τού Ρεθύμνου τού Ανώνυμου Ρεθεμνιώτη Ζωγράφου, του πρώτου μισού τού 17ου αιώνα.
Ως προς τη δεύτερη ονομασία της συνοικίας «Τσεσμέρ Βιταλέρη» θεωρώ ότι θα πρέπει να έχει σχέση προς το τουρκ. Çeşme (από περσικό chashma), που σημαίνει δημόσια «βρύση», «κρήνη» ή και «συντριβάνι», πιθανόν από κάποια βρύση ή συντριβάνι που θα υπήρχε στη συγκεκριμένη περιοχή [αυτό ακριβώς («κρήνη») σημαίνει και ο γνωστός Τσεσμές της Μ. Ασίας].
Το δεύτερο συνθετικό Βιταλέρη αναφέρεται, το πιθανότερο, στο οικογενειακό όνομα τού δημιουργού- ιδιοκτήτη της βρύσης (πβ. ελλην. ανθρωπωνύμιο του Βητάλι από έγγραφο τού 1309 ). Πρόκειται, ασφαλώς, για το γνωστό και σήμερα οικογενειακό Βιτάλης– και Βιταλάκης εδώ στην Κρήτη και το Ρέθυμνο- (πιθανόν από προσηγ. βίταλα= χωράφια, κτήματα).

 

Αρκά Καπί{ width=
Τουρκοκρατία

«Αρκαπί» ή «Αρκά Καπί» [συνοικία]
Κατά τον Τουρκορεθεμνιώτη Μουχαρέμ Νουμανάκη, η τρίτη πύλη του τείχους της πόλεως λεγόταν «Αρκαπί» ή «Αρκά Καπί» (τουρκ. Αrka Κapι= Οπίσθια Πόρτα). Η πύλη αυτή έβγαζε σε δρόμο που οδηγούσε στα «Εβραϊκά Μνήματα» και στο απέναντι αυτών ευρισκόμενο καφενείο «Αμπουχούρη» ιδιοκτησίας του Χασάν Αμπουχουράκη (βλ. σχετ. λήμμα).

Βαλιντέ Τζαμί{ width=
Τουρκοκρατία

Βαλιντέ Τζαμί (συνοικία)
Και έτσι ονομαζόταν η περιοχή, ειδικότερα, περί το τζαμί της Βαλιδέ Σουλτάνας (τουρκ. Valide Camii)- της μητέρας, δηλαδή, του Σουλτάνου Ιμπραχίμ Χαν, που στις μέρες του κατακτήθηκε το Ρέθυμνο- στην ευρύτερη περιοχή τής Μεγάλης Πόρτας [τουρκ. Οrta Κapı (= Κεντρική Πόρτα)] (βλ. και λήμμα: Ορτά- Καπή της Τουρκοκρατίας).

Βαρούς{ width=
Τουρκοκρατία

«Βαρούς» ή «Βαρός» [συνοικία]
Λέξη ουγγρική (Varoş) που σημαίνει το προάστιο, την κωμόπολη. Έτσι ονομαζόταν το ατείχιστο τμήμα της πόλης γύρω από το κάστρο, όπου, συνήθως, κατοικούσαν οι μη Μουσουλμάνοι. Ο περίαυλος, δηλαδή, του εσωτερικού φρουρίου, το περιαύλιό του. Στο Ρέθυμνο το μεν εσωτερικό φρούριο (ιταλ. Fortezza) ονομαζόταν από τους Τούρκους «Iç Kale» (= εσωτερικό φρούριο) η πόλη δε γύρω από το κάστρο «Varoş». Πρόκειται, ασφαλώς, για το Βούργος- Castel Vecchio των Βενετών.

Βελή Αγά{ width=
Τουρκοκρατία

«Βελή αγά» (στου Veli a) (συνοικία)
Σε πωλητήριο του έτους 1658 ο Ibrahim Pasa «πωλεί την εν τη συνοικία Βελή Ρεθύμνης οικίαν τού εντολοδότου του (τέως Διοικητή Ρεθύμνης Omer Pasa), συνορεύουσαν με τον στρατώνα του 73 τάγματος των Γενιτσάρων…».
«Στρατώνα Γενιτσάρων» βρίσκουμε και στις πράξεις 75 και 76 των Μεταφράσεων του Σταυρινίδη, όπου στην μέν πράξη 75 η συνοικία Λιβάδι του Ρεθύμνου συνορεύει με τον στρατώνα των Ορτάδων (γενιτσάρων) και στην πρ. 76, παρά τη γνωστή συνοικία Γιαλί, υπήρχε το Καραούλι (= σταθμός) των γενιτσάρων. Κάπου εκεί, λοιπόν, στα δυτικά άκρα της εκτεταμένης συνοικίας «Γιαλί», θεωρώ ότι θα πρέπει να εντοπίσουμε και τις μικρότερες συνοικίες Βελή Αγά, Λιβάδι και Καρακόλι.
Η συνοικία, όμως, «Βελή Αγά» (Veli Ağa) έχει διακριβωθεί ότι βρισκόταν στο «Μακρύ Στενό» (Uzun Yol’da) [Οι μαχαλάδες του Ρεθύμνου με βάση τα οθωμανικά ιεροδικαστικά κατάστιχα των ετών 1647-1657. Πηγή: Mustafa Oğuz, Girit (Resmo) Şer’iye Sicil Defterleri (1061-1067), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά, Κωνσταντινούπολη 2002]. Οπότε κάπου εκεί πρέπει να βρισκόντουσαν και οι άλλες δυο άγνωστες συνοικίες (Λιβάδι και Καρακόλι).
(Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Βενετσάνου ο Τσεσμές, του (στου Βενετσάνου το Tζεσμέ)
Πρόκειται για όνομασία της συνοικίας του Πλατάνου επί Τουρκοκρατίας. Προφανώς από τουρκ. Çeşme (από περσικό chashma), που σημαίνει δημόσια «βρύση», «κρήνη» ή και «συντριβάνι», από τα βρυσάκια των «Βενετσιάνων», τη γνωστή Κρήνη Rimondi (τη Φοντάνα των Βενετών), που υπήρχε και κοσμούσε τη συγκεκριμένη περιοχή.

Γαζή Χουσεΐν Πασά{ width=
Τουρκοκρατία

Γαζή Χουσεΐν Πασά (Hüseyin Paşa mahallesi) (συνοικία)

 Η εν λόγω συνοικία όπου κείται το τζαμί Γαζή Χουσεΐν Πασά στα οθωμανικά ιεροδικαστικά κατάστιχα των ετών 1647-1657 καταγράφεται με τις εξής ονομασίες: Πασά Τζαμί (Paşa Çamii mahallesi) ή Χουσεΐν Πασά (Hüseyin Paşa mahallesi) ή Πασά (Paşa mahallesi).
Πρόκειται για τον βενετσιάνικο ναό της Santa Maria, αρχικά καθολικό της Μονής των Αυγουστινιανών μοναχών, που γνώρισε πολλές μετασκευές. Σοβαρότερη θεωρούμε αυτήν της οθωμανικής περιόδου, όταν μετατράπηκε στο παρόν τζαμί, στο όνομα του Γαζή (= νικητή) Χουσεΐν Πασά, του πορθητή του Ρεθύμνου στα 1646, γνωστού και με το παρωνύμιο «Ντελής» (=τρελός, ριψοκίνδυνος). Σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τζαμί της εν λόγω συνοικίας.
Κατά τη μετατροπή του σε τζαμί, τρεις τρούλοι αντικατέστησαν τη δίριχτη κεραμοσκεπή στέγη του πρώην βενετσιάνικου ναού και υψώθηκε πλάι του ο πιο ψηλός μιναρές της πόλης, με τρία «δακτυλίδια» κατά τον Πρεβελάκη. Αυτός ο μιναρές κατέρρευσε από τους σεισμούς των ετών 1886- 87 και αντικαταστάθηκε από τον σημερινό, έναν, επίσης, εντυπωσιακό μιναρέ, ύψους 33,07 μέτρων, με διπλό εξώστη και στέψη με μορφή πολυεδρικής πυραμίδας. Σύμφωνα με το χάραγμα που είναι ορατό από την οδό Βερνάρδου, ο μιναρές ανοικοδομήθηκε το έτος Εγίρας 1308 (1890/ 91) και είναι δημιούργημα του Ρεθυμνιώτη πρακτικού μηχανικού Γεωργίου Δασκαλάκη, από το Ρουσοσπίτι Ρεθύμνου, που δημιούργησε και το καμπαναριό του μητροπολιτικού ναού. Η μουσουλμανική Δημογεροντία του Ρεθύμνου του ανέθεσε την κατασκευή το έτος 1887.
Νότια του τζαμιού υπάρχει πέτρινος «πάγκος» (= Μουσαλά Τασί), που χρησιμοποιούνταν κατά τις κηδείες. Εκεί τοποθετούσαν τον νεκρό και, στη συνέχεια, οδηγούνταν στα μουσουλμανικά μνήματα (Μεζάρια), στην περιοχή του σημερινού Δημοτικού Κήπου.
Για τη συντήρηση του τζαμιού, όπως και άλλων εγκαταστάσεων στην Κρήτη, ο Γαζί Ντελί Χουσεϊν Πασάς είχε ιδρύσει ευαγές ίδρυμα (vakıf), το οποίο περιλάμβανε τις προσόδους ένδεκα χωριών από τις επαρχίες Χανίων, Κισσάμου, Αγίου Βασιλείου και Ρεθύμνου. To τζαμί αποτελούσε κέντρο ενός συγκροτήματος κτιρίων, που περιλάμβανε, επίσης, ένα ιμαρέτι (τον πρώην ναό του αγίου Φραγκίσκου), ένα σχολείο και μία βιβλιοθήκη (kütüphane) [πρώην ρ/καθολικό παρεκκλήσι Corpus Christi ].
Το τζαμί λειτούργησε μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Το 1925, με την άφιξη του 44ου Συντάγματος στο Ρέθυμνο, επιτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, για να παραδοθεί, στη συνέχεια, στην Ηλεκτρική Εταιρεία Ρεθύμνου και να γίνει θέατρο. Στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους εγκαινιάστηκε ως ναός του αγίου Νικολάου, προκειμένου να μη γίνει θέατρο, αλλά, τελικά, δεν έμελλε να λειτουργήσει ποτέ ως ναός, ενώ για ένα διάστημα τη δεκαετία του πενήντα λειτούργησε, θυμάμαι, ως κινηματογράφος με το όνομα «Ολύμπια».
Στο τζαμί αυτό, που στις μέρες μας ακούγεται, κυρίως, ως Τζαμί της Νεραντζές– από ομώνυμο δέντρο νεραντζιάς που φυόταν, κατά τον 19ο αιώνα στην εν λόγω περιοχή- λειτουργεί σήμερα «Ο Σύνδεσμος Διαδόσεως Καλών Τεχνών» και το Παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου φιλοξενούνται δε, γενικά, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του Ρεθύμνου.

Γενή Καπή{ width=
Τουρκοκρατία

Γενή Καπή ή Καινούρια (συνοικία).
Γενή Καπή (τουρκ. Yeni Kapı = Καινούρια Πόρτα). Ακουγόταν, επίσης, και ως «Μαρμαρόπορτα» ή του «Στρατώνος», τουρκ. Κισλά (τουρκ. kışla= στρατώνας)] (βλ. το ίδιο λήμμα στους Νεοτέρους χρόνους ως «Καινούρια» ή «Μαρμαρόπορτα»).

Γενή Μαχαλεσί{ width=
Τουρκοκρατία

Γενή Μαχαλεσί (συνοικία)
Την άγνωστη αυτή συνοικία «Γενή Μαχαλεσί» (yenι= νέα + mahalle =συνοικία) συναντήσαμε σε συμβόλαιο της Κρητικής Πολιτείας. Βρισκόταν βόρεια της συνοικίας Μικρά Χασίλια (τουρκ. Küçük Hasıllar), όπου σήμερα η Νομαρχία, αφού στην οδό «Πάλαι» (σημερινή Καραϊσκάκη), της εν λόγω συνοικίας, το παραπάνω συμβόλαιο αναφέρει οικία προς αγοραπωλησία. Θα ονομάστηκε, προφανώς, έτσι, γιατί θα εκτεινόταν σε περιοχή που δεν είχε οικοδομηθεί παλαιότερα. Συχνά η εν λόγω συνοικία ακουγόταν και απλά ως Καινούρια. Σε πολλά, επίσης, συμβόλαια τής Κρητικής Πολιτείας συναντήσαμε στο Ρέθυμνο και συνοικία «Καινούργια Χώρα», που πιστεύουμε ότι πρόκειται για την εν λόγω συνοικία.

Γιαλί ή Γιαλός{ width=
Τουρκοκρατία

Γιαλί ή Γιαλός ή Γιαλί Μαχαλεσί (τουρκ. mahallesi= συνοικία)
Τουρκ. yali (=παραθαλάσσια) + mahalle (=συνοικία), δηλαδή συνοικία στα αιγιάλεια, στα παραλιακά μέρη της πόλης του Ρεθύμνου [πβ. και Πίσω Γιαλιά για τις παραθαλάσσιες περιοχές της Αγίας Γαλήνης, Κεραμέ κ.λπ. και γιαλιθι(α)νός= ο κάτοικος των παραλίων . Από τουρκ., πάντα, yali, αντιδ., ίσως, από την αρχ. λέξη αιγιαλός> μσν. γιαλός, που σημαίνει την παραλία, την ακροθαλασσιά. Ακριβολογώντας, το τοπωνύμιο σημαίνει: «στο κύμα της θάλασσας». Οι Τούρκοι, λοιπόν, ως Yali αποκαλούσαν τον αιγιαλό και, κατ” επέκταση, και τα παραλιακά κτίσματα. Πβ. εδώ και το γνωστό Γιαλί Τζαμί, εντυπωσιακού μεγέθους τετράγωνο οικοδόμημα, με μεγάλο τρούλο, που δεσπόζει στο βενετσιάνικο λιμάνι των Χανίων, που το όνομά του, «Γιαλί Τζαμί», σημαίνει, ακριβώς, παραθαλάσσιο τζαμί, τζαμί του (αι)γιαλού].
Στην παραθαλάσσια αυτή συνοικία βρισκόταν η Μεγάλη Αγορά (σημερινή οδός Αρκαδίου) και ο χείμαρρος Καμαράκι και εκτεινόταν κατά μήκος τής θάλασσας, ώστε θα ήταν αρκετά εκτεταμένη, από το βενετσιάνικο λιμάνι μέχρι τον Άγνωστο Στρατιώτη, όπως διαπιστώνουμε από έρευνά μας στο Υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνου, όπου σε πράξη αγοραπωλησίας του έτους 1898 ορίζεται για κατοικία ότι έκειτο «εντός της πόλεως Ρεθύμνης, κατά την συνοικίαν “Γιαλί Αρβανιθιά”, Τσεσμέρ Βιταλέρη». Όμως, όπως είναι γνωστόν, η συνοικία «Αρβανιθιά», βρισκόταν ακριβώς όπου και σήμερα, στην περιοχή, δηλαδή, νοτίως του Αγνώστου Στρατιώτη, παρά την Πόρτα και το τζαμί της Άμμου [βλ. σχετ. λήμμα: Αρβανι(τ)θιά]. Από την ίδια έρευνά μας φαίνεται ότι η συνοικία Γιαλί, στις τελευταίες, ειδικά, δεκαετίες τού 19ου αιώνα, θα προσμετρούσε, κατά βάση, χριστιανούς πολίτες . Λόγω, τέλος, της γειτνίασής της με τη συνοικία Καστέλι, παρά το βενετσιάνικο λιμάνι, φέρεται να είχε με αυτήν κοινό ιμάμη.

Γκιουλούμπασης{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γκιουλούμπασης, ο (στου Γκιουλούbαση) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή πλατεία Πλαστήρα, που εκτείνεται από το Καινούριο Λιμάνι μέχρι και τα πρώτα σπίτια που ορθώνονται στο ύψωμα του φρουρίου της Φορτέτσας. Η προηγούμενη ονομασία της ήταν πλατεία «Φιλικής Εταιρείας». Στην εν λόγω περιοχή υπήρχε ο «Πύργος του Νερού» [βλ. «Σου Κουλές» (= Πύργος του Νερού)] ή «Θαλάσσιος Πύργος» Ρεθύμνης των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το Υγειονομείο (Lazaretto) και επί Τουρκοκρατίας ο περίφημος «Κήπος του Πρίγκιπα».
Τα τελευταία χρόνια, αμέσως πριν από την Κατοχή (1935), στον Κήπο αυτόν συνέχιζαν να φύονται κυρίως φοίνικες και αλμυρίκια και ορισμένα άλλα δένδρα και είχε πέτρινα παγκάκια για τους επισκέπτες του. Το 1931, επί υπουργίας Ασκούτση, ο κήπος και ο προμαχώνας κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους έγινε το τελωνείο από τον μηχανικό Τσίχλη.
Το έτος 1953, όπως σημειώνει ο αρχαιολόγος Ν. Πλάτων, κατά τις εργασίες τοποθέτησης αγωγών ύδατος, εντοπίστηκε τμήμα οικοδομήματος, του οποίου διακρινόταν κατά χώραν μόνον ένας με κοχλιωτές ραβδώσεις κίονας, με τη βάση του και τμήμα τού κορμού και κρηπίδας από πωρόλιθο. Το κτίριο χαρακτηρίστηκε ότι ανήκει στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους .
(Για την εν λόγω γνωστότατη και σήμερα συνοικία, βλ. περισσότερα στοιχεία στο ίδιο λήμμα (Γκιουλούμπασης) των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Εβλιγιάς{ width=
Τουρκοκρατία

Λόφος στα νότια της πόλης, ένα φυσικό μπαλκόνι με καταπληκτική θέα προς το Ρέθυμνο. Ο λόφος αυτός αποτέλεσε τον τόπο άσκησης ενός εβλι(γι)ά (τουρκ. Evliya= μωαμεθανού αναχωρητή, όσιου, αγίου της μουσουλμανικής θρησκείας), συγκεκριμένα του Αλή Μπαμπά, που έχει ταφεί εκεί, σε ερείπια που σώζονται και σήμερα (πληροφορία Ηλ. Κολοβού). Ο Εμμανουήλ Γενεράλης, μάλιστα, αναφέρει στον εν λόγω λόφο τον «οθωμανικό βωμό», ενώ ο Λαμπρινάκης τζαμί περιτειχισμένο, που θα αφορά, μάλλον, στο αρκετά χαμηλότερα τζαμί του Βελή Πασά.

Ιτς Καλέ{ width=
Τουρκοκρατία

Kale [= Ιτς Καλέ (= εσωτερικό φρούριο)] ή Φορτέτσα (στη Φορτέτσα)

Το εσωτερικό φρούριο στην τουρκική γλώσσα ονομάζεται Iş Kale (Ιτς Καλέ = εσωτερικό φρούριο). Στον «Παλαιό Τουριστικό Οδηγό τού Ρεθύμνου» η εν λόγω συνοικία Ιτς Καλέ (Φορτέτσα) αποκαλείται Ισσάρ [Hisar (= Χισάρ) = Κάστρο, Φρούριο (πβ. Αφιόν Καρά-χισάρ = Μαύρο Κάστρο του Οπίου)] και σημειώνεται, επί πλέον, η πληροφορία ότι στην περιοχή της υπήρχε στραγαλάδικο , ενώ σε τουρκικό έγγραφο αναφέρεται και ο ιμάμης και ο δεύτερος μουχτάρης τής συνοικίας, που θα τελούσε, ασφαλώς, τα ιερατικά του καθήκοντα στο τζαμί τής Φορτέτσας με τον τεράστιο τρούλο, του Σουλτάνου Ιμπραχίμ Χαν τού Α΄.
Mια αρκετά λεπτομερή και άκρως διαφωτιστική από κτιριακή, οχυρωματική και αμυντική άποψη περιγραφή «της ακρόπολης τού Ρεθύμνου» κάνει στο οδοιπορικό του ο περιηγητής τής Τουρκοκρατίας C. Rochfort Scott (1834), όπου, με γνώση ικανή σημειώνει την αποτελεσματικότητα τού φρουρίου από τη μεριά τής θάλασσας, που το βρέχει πλευρικά, αλλά και τις αμυντικές αδυναμίες του εξαιτίας τού απέναντί του ευρισκόμενου αρκετά υψηλότερού του λόφου, του σημερινού Τιμίου Σταυρού και Φουρκοκέφαλου τής Βενετοκρατίας.
Μας εντυπωσίασε, περαιτέρω, όταν σε έρευνά μας στο Υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνου, των τελευταίων ετών τής Τουρκοκρατίας (1886- 1899), διαπιστώσαμε ότι πάρα πολλά συμβόλαια, σε σύγκριση με άλλες συνοικίες τού Ρεθύμνου, αφορούν σε ακίνητα τής Φορτέτσας. Και είναι γνωστό ότι το εσωτερικό τής Φορτέτσας ήταν σχεδόν όλο οικοδομημένο, και στα παραπάνω συμβόλαια ακουγόταν και γραφόταν ως «Συνοικία Φορτέτσας», με αμιγώς τουρκικό πληθυσμό (744 Μωαμεθανούς κατοίκους και μόνο μία χριστιανή!). Μια, μάλιστα, από τις πολλές συμβολαιογραφικές πράξεις που διεξήλθαμε αφορά και σε καφενείο τής εν λόγω τουρκοσυνοικίας τού φρουρίου τής πόλης τού Ρεθύμνου. Πιθανόν, λοιπόν, εδώ να ήταν και  η μικροσυνοικία Νταουλχανί τής Φορτέτσας (βλ. ίδιο λήμμα των Νεοτέρων Χρόνων και της Τουρκοκρατίας).

Καμάρα του Σελήμ Βέη, η (στη Gαμάρα του Σελήμ Βέη)
Παρά το σημερινό Λαογραφικό Μουσείο. Το όνομα δηλώνει, προφανώς, τον ιδιοκτήτη τού ακινήτου Σελήμ Βέη (τουρκ. Selim Bey), με τις χαρακτηριστικές καμάρες, που υπήρξε το πρώτο διοικητήριο κατά τα χρόνια της Βενετοκρατίας.

Καμάρες{ width=
Τουρκοκρατία

Καμάρες, οι (στις Καμάρες) [συνοικία]
Η συνοικία αυτή βρισκόταν γύρω από τη σημερινή οδό Βιβυλάκη. Αδυνατούμε, πάντως, να εντοπίσουμε σε ποιες καμάρες, της εν λόγω περιοχής, αναφέρεται το όνομα της συνοικίας. Τη συνοικία αυτήν τη συναντήσαμε σε αρκετές συμβολαιογραφικές πράξεις του τέλους της Τουρκοκρατίας.

Καρακόλι{ width=
Τουρκοκρατία

Καρακόλι, το (στο Καρακόλι) [συνοικία]
Πρόκειται για τον Σταθμό Χωροφυλακής (karakol= σταθμός χωροφυλακής), που είχε, λέγει, στην περιοχή του και έναν φούρνο. Εάν ταυτίζεται με τον Σταθμό των γενιτσάρων τής πόλης τού Ρεθύμνου (1685), πράγμα πολύ πιθανόν (βλ. συνοικία Βελή Αγά των χρόνων της Τουρκοκρατίας), θα πρέπει να συνόρευε με τη συνοικία Γιαλί τού Ρεθύμνου (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Καστέλι{ width=
Τουρκοκρατία

Καστέλι (στο) ή Βαρούς ή Βαρός (συνοικία)
Καστέλι (από μσν. καστέλ(λ)ιον, το <λατιν. castellum= κάστρο) ακουγόταν η εν λόγω περιοχή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις αρχές του 20ου αι. Στην περιοχή της συνοικίας αυτής, παρά το βενετσιάνικο λιμάνι, βρισκόταν το παλαιό βενετσιάνικο ρολόι.
Η ίδια περιοχή, επίσης, κατά την Τουρκοκρατία, ακούγεται και ως «Βαρούς» ή «Βαρός» (Varuş), λέξη ουγγρική που σημαίνει το προάστιο, την κωμόπολη. Aφορά στην περιοχή του βενετσιάνικου «Castel Vecchio».  Έτσι ονομαζόταν ο εξωτερικός χώρος κάποιου φρουρίου που περιβαλλόταν με τείχη. Ο περίαυλος, δηλαδή, του εσωτερικού φρουρίου, το περιαύλιό του. Στο Ρέθυμνο το μεν εσωτερικό φρούριο (ιταλ. Fortezza) ονομαζόταν από τους Τούρκους «Iş Kale» (= εσωτερικό φρούριο) η εντός δε του περιαύλιου αυτού πόλη «Varuş». Πρόκειται, ασφαλώς, για το Βούργος Castel Vecchio των Βενετών (βλ. και λήμμα Βούργος ή Castel Vecchio της Βενετοκρατίας και λήμμα Βαρούς ή Βαρός της Τουρκοκρατίας).

Καρά Μουσά Πασά{ width=
Τουρκοκρατία

Καρά Μουσά Πασά Τζαμί [συνοικία]
Πρόκειται για την περιοχή περί το γνωστό τζαμί, στη συμβολή των οδών Αρκαδίου και Βίκτορος Ουγκώ. Πρόκειται, δηλαδή, για μικροσυνοικία της ευρύτερης συνοικίας «Kum Kapι» (= Άμμος Πόρτα, σημερινός «Άγνωστος Στρατιώτης»). Εδώ, στα χρόνια της Βενετοκρατίας, υπήρχε ρ/καθολική Μονή αφιερωμένη στην Αγία Βαρβάρα (απ’ όπου και έλαβε το όνομά του ο ομώνυμος ανατολικός προμαχώνας των βενετσιάνικων τειχών της πόλης). Το τζαμί κτίστηκε το 1683 από τον Καρά Μουσά Πασά, ο οποίος ήταν τότε σαντζάκμπεης (= διοικητής της επαρχίας) του Ρεθύμνου, του οποίου το όνομα έκτοτε διατηρεί (πληροφ. Ηλ. Κολοβού).

Κισλά{ width=
Τουρκοκρατία

Κισλά ή Πόρτα του Στρατώνα
Βρισκόταν στη θέση του σημερινού ΚΤΕΛ, στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, όπου βρισκόταν ο λεγόμενος Στρατώνας των Ρώσων (τουρκ. kιşla= στρατώνας), ένα περήφανο και εξίσου μεγαλοπρεπές, με αυτό της σημερινής Νομαρχίας, κτίριο, που, κτισμένο επί Τουρκοκρατίας (η οικοδόμησή του ολοκληρώθηκε περί το 1850), πολύ, δηλαδή, πριν από τη Ρωσική παρουσία στην πόλη μας, επονομάσθηκε έτσι (δηλαδή «Στρατώνας των Ρώσων»), γιατί σε αυτόν διέμειναν οι Ρώσοι στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας. Η κατεδάφισή του έγινε στη δεκαετία του 1940, ύστερα από βομβαρδισμό που δέχθηκε από τους Γερμανούς κατά τη Μάχη της Κρήτης (1941). (Βλ. σχετικά με την παρούσα συνοικία και στα λήμματα: «Καινούρια» και «Μαρμαρόπορτα» των Νεοτέρων Χρόνων).

Κουμ Καπί{ width=
Τουρκοκρατία

Κουμ Καπί (συνοικία)
Κουμ Καπί [τουρκ. kum (= άμμος) + kapι (= πόρτα)= «Άμμος Πόρτα»] ονομαζόταν επί Τουρκοκρατίας η συνοικία που βρισκόταν στο τμήμα τής Αμμουδιάς (σημερινή πλατεία «Αγνώστου Στρατιώτου»), όπου υπήρχε η ανατολική είσοδος τού τείχους τής πόλης, που κατασκευάστηκε μετά από την επιδρομή τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538. Από αυτή την πύλη έφυγαν για τον Χάνδακα οι περισσότεροι υπερασπιστές τού Ρεθύμνου το 1646, μετά την άλωση τής πόλης και του φρουρίου της. Αλλά και η ίδια η κατάληψη τής πόλης είχε ξεκινήσει από εδώ, όταν στις 20 Οκτωβρίου 1646 σημειώθηκε μια έκρηξη στον προμαχώνα τής Αγίας Βαρβάρας.
Η συνοικία μάς είναι γνωστή, ήδη, από το έτος 1658. Επί Ενετοκρατίας, η εν λόγω περιοχή [«Kum Kapι» της Τουρκοκρατίας] εντασσόταν στην ευρύτερη περιοχή που ακουγόταν ως Sabbionara, λόγω του ότι βρισκόταν στην περιοχή τής αμμουδιάς (βλ. το εν λόγω λήμμα στα χρόνια τής Βενετοκρατίας). Ενώ, πολύ αργότερα, στα τέλη τής Τουρκοκρατίας, σε συμβολαιογραφικές πράξεις, η συνοικία «Άμμος Πόρτα» σημειώνεται και ως «Σεπέρια» («αγρού κειμένου έξωθι της πόλεως Ρεθύμνης, κατά την θέσιν «Άμμου Πόρταν» ή «Σεπέρια», γνωστού και υπό το όνομα του «Σιράγα Περιβόλι»).

Λιβάδι{ width=
Τουρκοκρατία

Λιβάδι, το [Livadi (στο Λιβάδι)] [συνοικία]
Η συνοικία είναι πολύ γνωστή στους νοταρίους της Βενετοκρατίας. Η ακριβής, πάντως, θέση της δεν έχει εξακριβωθεί μέσω των νοταριακών εγγράφων. Σε τουρκικό, όμως, έγγραφο αγοραπωλησίας, του έτους 1658, δίδεται στοιχείο που βοηθά, ίσως, στον, κατά προσέγγιση, έστω, προσδιορισμό τής θέσης τής συνοικίας, ότι, δηλαδή, «συνορεύει με τον στρατώνα των Ορτάδων γενιτσάρων (Καρακόλι) και με δημοσίαν οδόν». Από τις εκκλησίες, περαιτέρω, που υπήρχαν στη συγκεκριμένη συνοικία [Αγία Άννα (αυτήν περί την Αγία Βαρβάρα), Σωτήρας Χριστός], τείνω, με πολλές, πάντως, επιφυλάξεις, να θεωρήσω την εν λόγω συνοικία εντός ή κοντά της ευρύτερης συνοικίας «Τσίτσο», που συνόρευε με το Καρακόλι (=σταθμός Χωροφυλακής των γενιτσάρων) (Ορισμός θέσης κατά προσέγγιση)

Λιμάνι{ width=
Τουρκοκρατία

Λιμάνι, το (στο Λιμάνι) [συνοικία]
Η συνοικία Λιμάνι (το) (τουρκ. Liman mahallesi), επί Τουρκοκρατίας, αναφέρεται στη γύρω περιοχή τού σημερινού βενετσιάνικου Λιμανιού.

 

Λότζια{ width=
Τουρκοκρατία

Λότζια, η (τουρκ. Lonca) (στη Λότζια) [συνοικία]
Πρόκειται, προφανώς, για την περιοχή της βενετσιάνικης Λότζιας, παρά τη σημερινή οδό Παλαιολόγου, που συνέχισε και επί Τουρκοκρατίας να σηματοδοτεί τη γύρω περιοχή, αφού, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση (1645), η Λότζια, στο Βαρούσιο (Varuş) του Ρεθύμνου, μετατράπηκε σε τζαμί, «εξ αγάπης του προς τον Θεόν», από τον Κιουτσούκ Χατζή Ιμπραήμ Αγά και προστέθηκε μιναρές με επιγραφή στη βάση του. Πρόκειται για το Haci Cami (Χατζή Τζαμί), που για αρκετό διάστημα, στα τέλη του εικοστού αιώνα, χρησιμοποιήθηκε ως Μουσείο. Ο μιναρές του τζαμιού το έτος 1930 κρίθηκε ετοιμόρροπος και κατεδαφίστηκε, ενώ η επιγραφή του μεταφέρθηκε και φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου. Υπολείμματα του εν λόγω μιναρέ συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα (βλ. και λήμμα Λότζια της Βενετοκρατίας).

Μαρέτι{ width=
Τουρκοκρατία

Μαρέτι, το (στο Μαρέτι) [συνοικία]
Ο Εμμ. Γενεράλις χαρακτηρίζει την εν λόγω περιοχή ως «θέση» της πόλεως στην οποία ήταν συγκεντρωμένα όλα τα εκπαιδευτήρια, στο παλιό βενετσιάνικο διοικητήριο, εντός του οποίου λειτουργούσαν και τα γραφεία του εβκαφίου [= υπηρεσίας διαχείρισης των βακουφικών (=αφιερωμένων) κτημάτων. Βακούφι= ευαγές ίδρυμα αφιερωμένο στον Θεό). Πρόκειται, άρα, για την περιοχή που ορίζεται γύρω από την Ρ/καθολική εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, η οποία, ακριβώς, ήταν και το ζητούμενο «Μαρέτι» (αραβ. imaret= φιλανθρωπικό ίδρυμα) που λειτουργούσε ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, αλλά και ως φυλακή.

Μασταμπά Μαχαλεσί{ width=
Τουρκοκρατία

Μασταμπά Μαχαλεσί (συνοικία)
Το μακροτοπωνύμιο «Μασταμπάς» (αραβ. Mastampas) είναι εξελληνισμένη η αραβική ονομασία των πυραμιδοειδών τάφων τής αρχαίας Αιγύπτου και ειδικότερα των βαθμιδωτών. Σπάνιο τοπωνύμιο στα νεοελληνικά οικωνύμια, απαντά στο Ρέθυμνο ως συνοικία τόσο στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας (ως Μασταμπά Μαχαλεσί), όσο και μέχρι τις ημέρες μας (ως Μασταμπάς). Έχουμε ένα από τα ελάχιστα ίχνη αραβικής επίδρασης που εναπέμειναν στη γλώσσα τού κρητικού λαού.
Η θέση τής συνοικίας αυτής βρισκόταν εκεί ακριβώς όπου και σήμερα, στην «ανηφορική», δηλαδή, γειτονιά τής πόλης τού Ρεθύμνου, στον δρόμο- έξοδο προς το νότιο τμήμα τού νομού, ανάμεσα τού χειμάρου Τσάνα (καλυμμένου σήμερα από την οδό Κριάρη) και του χειμάρρου Καμαράκι. Κατά τον Νικόλαο Σταυράκη, το έτος 1881 η συνοικία αριθμούσε 158 μωαμεθανούς και, μόλις, 3 χριστιανούς κατοίκους. Ο μεγάλος μωαμεθανικός πληθυσμός τής εν λόγω συνοικίας δικαιολογεί, νομίζω, την εκεί ύπαρξη τού τεκέντεκέ, τουρκ. tekke= ισλαμικό μοναστήρι, ασκητήριο για δερβίσηδες) και του τζαμιού (πρώην εκκλησίας τής αγίας Σοφίας), που αναφέρει στην περιοχή ο Εμμ. Γενεράλις. Σε συμβολαιογραφική δε πράξη των χρόνων τής Κρητικής Πολιτείας (1898- 1913) ο Μασταμπάς αναφέρεται ως «θέσις έξωθεν τής πόλεως Ρεθύμνης».

 

Μεγάλη Βρύση{ width=
Τουρκοκρατία

Μεγάλη Βρύση, η (στη Μεγάλη Βρύση)
Μεγάλη Βρύση και Βρυσαλάκια (Εφημ. «Αρκάδιον», φ. της 1-12-1884) και Βρυσάκια είναι λαϊκές ονομασίες της γνωστής  Φοντάνας ή Κρήνης Rimondi της Ενετοκρατίας, στην οποία υπήρχε τεράστιος πλάτανος, απ’ όπου έλαβε και το όνομά της η σημερινή, παρά την Κρήνη, πλατεία του Πλατάνου και σήμερα Τίτου Πετυχάκη. Από τον πλάτανο αυτόν οι Τούρκοι κρέμασαν, το έτος 1822, τον επίσκοπο Γεράσιμο Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη.

Μερμελή Καπή{ width=
Τουρκοκρατία

Μερμελή Καπή (συνοικία)
Μερμελή Καπή [τουρκ. mermer= μάρμαρο + kapι= πόρτα/ «Μermerli Κapi»= Μαρμαρόπορτα (στη)]. Έτσι, Μερμελή Καπή ή Μαρμαρόπορτα, στα Ελληνικά, ονομαζόταν η πύλη του Διοικητηρίου, του σημερινού νομαρχιακού μεγάρου, (hükûmet konaği= Χουκιουμέτ Κοναγί= Διοικητήριο), από τη μεγάλη από μάρμαρο είσοδο αυτού προ τής οποίας ορθώνονταν οι τέσσερις, όπως και σήμερα, μαρμάρινες κολόνες επί των οποίων βρισκόταν, παλιότερα, ο μεγαλοπρεπής εξώστης τού εν λόγω μεγάρου, όπως φαίνεται σε φωτογραφίες των χρόνων τής Κρητικής Πολιτείας (αρχές του 20ου αι.). Εδώ, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, στεγάζονταν και τα Δικαστήρια (θεμελίωση Δικαστικού Μεγάρου Ρεθύμνου 29/7/1979).

 

.

Μεσαμπελίτισσα{ width=
Τουρκοκρατία

Μεσαμπελίτισσα, η (στη Μεσαbελίτισσα) [μονή- τοποθεσία]
Εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του νεκροταφείου, η αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και τη Ζωοδόχο Πηγή, άλλοτε ήταν μοναστηριακός ναός αφιερωμένος στην Παναγία τη Μεσαμπελίτισσα, για τα πολλά αμπέλια που υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Η Μονή είναι βέβαιο ότι λειτουργούσε από τα τέλη του 16ου αιώνα και ότι είχε 40 και πλέον μοναχές. Όταν στις 29 Σεπτεμβρίου 1646 οι Τούρκοι ήρθαν στο Ρέθυμνο, μετά την κατάληψη των Χανίων, δημιούργησαν στρατόπεδο πολύ κοντά στη Μεσαμπελίτισσα, ανάμεσα στους λόφους Μεσαμπελίτη και Αγίων Αναργύρων. Την επόμενη μέρα μια μικρή ομάδα εφίππων Τούρκων άρχισε τις προκλήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή των Ρεθεμνιωτών, οι οποίοι τους χτύπησαν στη Μεσαμπελίτισσα. Μετά απ” αυτό το συμβάν, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη μονή, ως αντίποινα της ενέργειας αυτής των Ρεθεμνιωτών. Μετά την ολοκληρωτική άλωση της πόλης, ο ναός της Μεσαμπελίτισσας μετατράπηκε σε τεκέ.

Μεσκινιά{ width=
Τουρκοκρατία

Μεσκινιά, η (στη Μεσκινιά) [συνοικία λεπρών]
Στις Δυτικές παρυφές της πόλης του Ρεθύμνου, πάνω από τον ποταμό Τσάνα, στη βορινή πλαγιά του σημερινού λόφου του Τιμίου Σταυρού (και βενετσ. Φουρκοκέφαλου), βρισκόταν η Μεσκινιά, η (στη Μεσκινιά) (από τουρκ. miskin= λεπρός).  Για τον ίδιο λόγο η συνοικία ακουγόταν και ως Λωβοχώρι [από ελλην. «λώβα» (σπαν.) = η λέπρα, ετυµ.< αρχ. λώβη= θλίψη, µάστιγα] και «Λαβοχώρι», το (στο Λαβοχώρι). Η τελευταία ονομασία Λαβοχώρι είναι παραφθορά του ορθού Λωβοχώρι. Στη ΒΔ γωνία τού Δημοτικού Κήπου, ήταν η κρήνη από την οποία υδρεύονταν οι λεπροί (Μεσκινόβρυση) και εκκλησία τους αυτή της Μεσαμπελίτισσας, που βρισκόταν κάτω από τον οικισμό τής Μεσκινιάς.
Και οι τρεις, άρα, παραπάνω τοπωνυμικοί προσδιορισμοί έχουν σχέση με τους λεπρούς, τους μεσκίνηδες, οι οποίοι απομονώνονταν στην εν λόγω περιοχή, από τα μέσα τού 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές τού 20ου, όταν μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα, το γνωστό «νησί των λεπρών», όλοι οι λεπροί τής Κρήτης και όχι μόνον.

Μεσκινόβρυση{ width=
Τουρκοκρατία

Μεσκινόβρυση, η (στη Μεσκινόβρυση)
Η βρύση- εκτός λειτουργίας στις μέρες μας- απαντά στη βορειοδυτική γωνία τού Δημοτικού Κήπου. Το όνομά της προέρχεται από το ό,τι από αυτήν υδρεύονταν οι Μεσκίνηδες (λεπροί), που κατοικούσαν στη Μεσκινιά, στις βόρειες υπώρειες τού λόφου τού Τιμίου Σταυρού. Ο δρόμος από τη Μεσκινόβρυση μέχρι τη Μεσκινιά- η σημερινή Ηγουμένου Γαβριήλ- αδιαμόρφωτος, τότε, χωματόδρομος- ήταν φυτεμένος με πελώριες μουριές στη σειρά, εκατέρωθεν του δρόμου, που χάριζαν τα καλοκαίρια στους στρατολάτες μιαν υπέροχη παχιά σκιά. Η βρύση, αρχικά, βρισκόταν αρκετά δυτικότερα, στους πρόποδες του λόφου της Μεσκινιάς (σημερινού Τ. Σταυρού).

Μεϊντάνι-Τσαρσί{ width=
Τουρκοκρατία

Μεϊντάνι, το (στο Μεϊντάνι) [συνοικία]
Η συνοικία αυτή Μεϊντάνι [από τουρκ. maydān (= αγορά)], η άλλως γνωστή και ως συνοικία «Τσαρσί» [από τουρκ. çarşι (= αγορά)], επί Τουρκοκρατίας αποτελούσε σημείο πολυσύχναστο για τους πρόκριτους του τόπου και τους Οθωμανούς μπέηδες. Πρόκειται για το εμπορικό τμήμα της πόλης (τη σημερινή οδό Κ. Παλαιολόγου). Στην πλατεία αυτήν και κάτω από τη σκιά ενός μοναδικού πλατάνου, οι Τούρκοι διέσχισαν το στήθος του επισκόπου Γερασίμου Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη, «ζώντος έτι», το έτος 1822.
[Βλ. περισσότερα στο λήμμα: «Δημόσια (publica) Πλατεία», «piazza» του Ρεθύμνου, των χρόνων της Βενετοκρατίας].

Μουσαλά{ width=
Τουρκοκρατία

Μουσαλά ή Ιμάμ Πασά ή Κήπος Ιμάμ Πασά ή Περβόλα (συνοικία)
Η συνοικία αυτή βρισκόταν κάτω από τη Φορτέτσα. Σε κάποια βιβλία αναφέρεται αυτοτελώς ως συνοικία «Ιμάμ Πασά». Εδώ, και πιο συγκεκριμένα στο παλιό κτίριο της «Ηλεκτρικής», επί της σημερινής οδού Μελισσινού, φέρεται να λειτούργησε στα χρόνια της Βενετοκρατίας το πρώτο Νοσοκομείο του Ρεθύμνου, που ήταν στρατιωτικό. Το ίδιο νοσοκομείο συνέχιζε να λειτουργεί και το ανευρίσκουμε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτός είναι ο λόγος, προφανώς, που, ακόμα και επί Κρητικής Πολιτείας, στη συνοικία αυτή μνημονευόταν η παντελώς ξεχασμένη σήμερα οδός «Νοσοκομείου».
Η εν λόγω συνοικία ταυτίζεται, περαιτέρω, με τη συνοικία «Μουσαλά», που καταγράφουν στις Γεωγραφίες τους ο Εμμ. Λαμπρινάκης και ο Εμμ. Γενεράλης, για την οποία ο τελευταίος συμπληρώνει ότι υπήρχε ο κήπος (περβόλα) του Ιμάμ Πασά με κατάστημα εβκαφίου και βωμό (μεμπέρ), στον οποίο, όταν αλώθηκε η πόλη από τους Τούρκους, αναπέμφθηκε ο πρώτος ύμνος (ιζάνι) προς τον θεόν από τον ιμάμη. «Μουσαλά» σημαίνει στην οθωμανική Τουρκική: «πλατεία ένθα γίνεται η προσευχή παρά Μουσουλμάνοις το θέρος. ο λίθος εφ΄ ού αποθέτουσι τον νεκρικόν κράββατον οι Μουσουλμάνοι προ του ενταφιασμού, όπως δεηθώσι του Θεού υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού» (πληροφορία κ. Ηλ. Κολοβού).

Μπαλτά{ width=
Τουρκοκρατία

Μπαλτά και Ντάμπια (συνοικία)
Μπαλτά (τουρκ. balta= τσεκούρι) ονομαζόταν επί Τουρκοκρατίας μικροσυνοικία της ευρύτερης συνοικίας Γιαλί, που βρισκόταν στα όρια του τείχους και της Άμμου Πόρτας. Ένα μέρος της συνοικίας αυτής, στο εσωτερικό του προμαχώνα της Sabbionara, ακουγόταν με το όνομα «Ντάμπια» (και τάπια, ντάπια, τάμπια, από τουρκ. tabya= θέση ισχυρά οχυρωμένη, προμαχώνας, οχυρό), γιατι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο σημείο αυτό των τειχών, κατασκευάστηκε το οχυρό «Ντάμπια», το οποίο καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής πλατείας Αγνώστου Στρατιώτη, προκειμένου να υποστηρίξει τον προμαχώνα του τείχους της Αγίας Βαρβάρας και την ευάλωτη Πύλη της Άμμου (Κουμ Καπί).
(Για τη ρ/καθολική αυτήν εκκλησία, στην περιοχή Κούμ Καπί, βλ. λήμμα «Αγία Βαρβάρα» στα χρόνια της Βενετοκρατίας).

Μεγάλη Πηγάδα{ width=
Τουρκοκρατία

Μεγάλη Πηγάδα, η (στη Μεγάλη Πηγάδα) [θέση]
Στον «Παλαιό Τουριστικό Οδηγό τού Ρεθύμνου» αναφέρεται ως «Μπουγιούτ- Πηγάδα» [αντί «Μπουγιούκ», από τουρκ. büyük (= μεγάλος), δηλαδή Μεγάλη Πηγάδα] και σημειώνεται από τον σχολιαστή ως «άγνωστη», σήμερα, τοποθεσία. Θεωρώ, πάντως, ότι η εν λόγω «άγνωστη» τοποθεσία θα πρέπει να βρισκόταν στη σημερινή Μεγάλη Πόρτα, στην οποία, μάλιστα, στον παραπάνω «Οδηγό του Ρεθύμνου», σημειώνεται ότι υπήρχε και φούρνος και θα αφορούσε, άρα, σε κεντρική περιοχή τού Ρεθύμνου. Εδώ, ως γνωστόν, μέχρι και στις μέρες μας, συνεχίζει να υπάρχει η γνωστή «πηγάδα», που εξωραΐστηκε, μάλιστα, και αναδείχθηκε πρόσφατα (2009) από τον Δήμο.
Την πηγάδα αυτήν, που στα χρόνια τής Βενετοκρατίας κάλυπτε βασικές ανάγκες τής φρουριακής πολιτείας σε νερό, άνοιγαν κάπου- κάπου, θυμάμαι, οι καταστηματάρχες της Μεγάλης Πόρτας στη δεκαετία του ’50 και με έναν γουβά, πρόχειρα δεμένο σε τριχιά, «έσερναν» νερό και κατάβρεχαν το κατακαλόκαιρο τον δρόμο για λίγη δροσεράδα στη ντάλα του μεσημεριού και προσκαιρινό της σκόνης καταλάγιασμα, που, κάποτε, δεν πρόφταινε ο καταβρεχτήρας του Δήμου να την απομακρύνει κι έφτανε να σκεπάζει τα πάντα, λόγω και των χωματόδρομων που αφθονούσαν, στη μετακατοχική αυτήν περίοδο, στις γύρω περιοχές.

Νταουλχανί{ width=
Τουρκοκρατία

Νταουλχανί, το (στο Νταουλχανί) [συνοικία της Φορτέτσας]
Αυτήν την εντελώς άγνωστη όσο και εντυπωσιακή συνοικία συναντήσαμε σε συμβόλαιο των χρόνων της Κρητικής Πολιτείας επί του φρουρίου της φορτέτσας (!) με τα εξής στοιχεία: «…οικία εντός της πόλεως Ρεθύμνης και επί του “φρουρίου Φορτέτζας”, συνοικία “Νταουλχανί”, Δήμου Ρεθύμνης, …συνορευομένης γύρωθεν κτήμασι Σουλεϊμάν Ντούλιου, Μεχμέτ Κουμπαρατζιδάκη και δημοσίας οδού». Γνωρίζουμε ότι η Φορτέτσα κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από μωαμεθανούς, όπως, εξάλλου, αυτό γίνεται φανερό και με το παρόν συμβόλαιο από τα ονόματα των συνορατόρων που παρατίθενται. Το ότι, όμως, στον περιορισμένο αυτόν χώρο του φρουρίου υπήρχαν και επί μέρους, όπως η παρούσα, μικροσυνοικίες, αυτό, πραγματικά, αποτελεί για μας μίαν όλως καινούρια αποκάλυψη.
Θεωρούμε πιθανότερο η μικροσυνοικία αυτή της Φορτέτζας το όνομά της να το οφείλει στην ύπαρξη, εντός των στενών ορίων της, κάποιας φτωχοταβέρνας (τουρκ. han= ταβέρνα, πανδοχείο), όπου θα έπαιζαν, προφανώς, νταούλια (τουρκ. davul). Εξάλλου, μία από τις πολλές συμβολαιογραφικές πράξεις που διεξήλθαμε αφορά και σε καφενείο της εν λόγω τουρκοσυνοικίας και, μάλλον, εκεί γύρω θα πρέπει, νομίζουμε, να αναζητήσουμε τη συνοικία Νταουλχανί της Φορτέτσας
(ορισμός θέσης κατά προσέγγιση)

Οθωμανικό Νεκροταφείο, το (στο Οθωμανικό Νεκροταφείο)
Απλωνόταν στη θέση του σημερινού Δημοτικού Κήπου. Ενδιαφέρουσα περιγραφή του μας δίνει, το έτος 1893, ο Vittorio Simonelli: «Είναι, σημειώνει, μια μεγάλη επίπεδη έκταση με ξεραμένα από τον ήλιο χόρτα, που περιβάλλεται από χαμηλή τοιχοδομή….. Πάνω στους τάφους των πλουσίων είναι στημένες κάτι περίεργες μαρμάρινες πλάκες, που καταλήγουν σε αιχμηρή κορυφή, όταν ο τάφος ανήκει σε γυναίκα ή, αν ανήκει σε άνδρα, η κατάληξη είναι ένα φέσι σκαλιστό. Το σαρίκι μπορεί να είναι και ζωγραφιστό με χρώμα κόκκινο ή πράσινο….. Οι φτωχοί αρκούνται σε ένα σανίδι καρφωμένο στο χώμα ή σε ένα πάσσαλο, όπου είναι στερεωμένες μερικές ταινίες από ξεθωριασμένο ύφασμα κίτρινο, κόκκινο ή γαλάζιο».

Ορτά- Καπή{ width=
Τουρκοκρατία

Ορτά Καπή
Τουρκ. «Οrta Κapı» (= Μεσαία Πύλη) η γνωστή και ως «Μεγάλη Πόρτα». Στη συνοικία αυτή βρίσκεται το τζαμί της Μεγάλης Πόρτας [(τζαμί της Βαλιδέ Σουλτάνας), που είχε ανεγερθεί από τη μητέρα του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ Τουρχάν Χατιτζέ], η Μικρή Αγορά, το παλιό βενετσιάνικο διοικητήριο (στον Άγιο Φραγκίσκο) και τα τουρκικά σχολεία (βλ. σχετικά λήμματα). Η Μεγάλη Πόρτα ήταν πολυσύχναστο σημείο για τους προκρίτους τού τόπου και τους Οθωμανούς μπέηδες, στη γλώσσα των οποίων ακουγόταν, όπως ήδη σημειώσαμε Ορτά Καπή. Σε τουρκικό έγγραφο του 1696 απαντά συντομευμένο ως συνοικία Ορτά (= Μεσαία, με παράλειψη, προφανώς, του Καπή).

Ουζούν- Γιόλ{ width=
Τουρκοκρατία

Ουζούν Γιόλ (δρόμος- συνοικία)
Από τουρκ. Uzun Yol (= Μακρύς Δρόμος) ή Ουζούν Σοκάκ (τουρκ. uzun sokak= Μακρύ Στενό) ή Ουζούν Σοκάκ Ραμαζάν Τσαούς. Πρόκειται για τη σημερινή οδό Νικηφόρου Φωκά (σήμερα «Μακρύ Στενό»), που επί Τουρκοκρατίας μνημονεύεται ως ιδιαίτερη συνοικία του βαρουσίου Ρεθύμνου και έτσι θα παραμείνει μέχρι τα τελευταία χρόνια της τουρκικής κατοχής, όταν, επί Ρώσων (Κρητικής Πολιτείας), θα χαρακτηριστεί ως «οδός» με το όνομα «Ενώσεως». Επί Ενετοκρατίας ακουγόταν ως «Μακρύς Δρόμος», όπως, δηλαδή, και επί Τουρκοκρατίας.

Σεϊτάν Τσαρσί ή Τσεστροσόκακο [συνοικία]
Το πρώτο τοπων. προέρχεται από τουρκ. şeytan (= διάβολος) + çarşı (= αγορά, οδός). Οπότε, «Σεϊτάν Τσαρσί» σημαίνει του «Διαβόλου το Στενό». Ακουγόταν, όμως, μέχρι πρόσφατα (δεκαετία του ’50) και ως Τσεστροσόκακο (= Σκατοσόκακο), γιατί, προφανώς, εκεί- σκοτεινό και απόμερο όπως ήταν- φυσικό είναι να «ανακουφίζονταν» οι διαβάτες- σε μια εποχή που τα δημόσια ουρητήρια ήταν «προϊόν» άγνωστο για τον τόπο- οπότε, ασφαλώς, θα απέπνεε και τις σχετικές δυσοσμίες. Εξάλλου, και η επίσημη ονομασία του- στις αρχές του περασμένου αιώνα- που ήταν οδός «Σκότους», συνηγορεί, νομίζω, σε αυτό. Βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Τ. Πετυχάκη (Πλάτανο) προς τη μεριά, σήμερα, των ταβερνών. Ο δρόμος αυτός, γνωστός τουλάχιστον από το 1740, πρέπει, κατά καιρούς, να λειτούργησε και ως συνοικία (Βλ. και τοπωνύμιο «Κατουρλοσόκακο« των Νεοτέρων χρόνων).

Σερασκέρ Αχμέτ Πασά{ width=
Τουρκοκρατία

Σερασκέρ Αχμέτ Πασά
Την εν λόγω συνοικία ανευρίσκουμε σε πράξη του έτους 1671, στην οποία, κατά λέξη, αναγράφεται: «ο Ελχάτζ Χουσεΐν Βέης, υιός Αβδουλλάχ, κατοικών εν τη συνοικία του ιερού τεμένους του εξοχωτάτου Serasker Ahmet Pasa κωμοπόλεως Ρεθύμνης…» . Πρόκειται για τη σημερινή Μικρή Εκκλησία, που μετατράπηκε σε τέμενος από τον πορθητή της πόλης Χουσεΐν πασά. Ο διάδοχός του Serasker (= στρατιωτικός διοικητής, αρχιστράτηγος, γενικός διοικητής) Ahmet Pasa επονομάσθηκε σε Αγκεμπούτ (= αράχνη) Αχμέτ Πασά και εφοδίασε το τζαμί με αφιερωτήριο και σουλτανικό φιρμάνι του έτους 1680, που σώζεται στο Τουρκικό Αρχείο του Ηρακλείου. Οπότε, στην παραπάνω πράξη, ο χώρος προσδιορίζεται από το όνομα του Σερασκέρη Αχμέτ πασά και θα ακουγόταν, ασφαλώς, έτσι και το τζαμί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Σου Κουλές{ width=
Τουρκοκρατία

Σου Κουλές (= Πύργος τού Νερού) ή Θαλάσσιος Πύργος Ρεθύμνης
Σε τουρκικό έγγραφο, με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1694, αναφέρεται ο Μεχμέτ αγάς, υιός Αβδουλλάχ, ως φρούραρχος του «Θαλασσίου Πύργου Ρεθύμνης». Θεωρούμε ότι το εντυπωσιακό αυτό, όσο και άγνωστο- με τη μορφή, τουλάχιστον, αυτήν (Θαλάσσιος Πύργος Ρεθύμνης)- τοπωνύμιο της πόλης, αφορά στον περίφημο «Πύργο του Νερού» (τουρκ. «Σου Κουλέ»), τον τουρκικό, δηλαδή, προμαχώνα του Λιμανιού, ως δέκα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, που έδινε, έτσι, λόγω του ύψους του, την εντύπωση πύργου, που, σύμφωνα με το παραπάνω έγγραφο, επικεφαλής είχε φρούραρχο, που, συνήθως, ήταν ο αξιωματικός αρχηγός της φρουράς μιας πόλης ή, παλιότερα, ενός κάστρου ή, όπως εδώ, και ενός πύργου (βλ. και τοπωνύμιο «Γκιουλούμπασης« των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Τζαμί Βελή Πασά{ width=
Τουρκοκρατία

Τζαμί του Βελή Πασά, το (στο Τζαμί του Βελή Πασά) [συνοικία]
Πρόκειται για το τέμενος το γνωστό και ως «Τζαμί τού Μασταμπά». Εντυπωσιάζει που ο Βελή Αγάς, υπασπιστής τού Οθωμανού αρχιστρατήγου της κρητικής εκστρατείας Χουσεΐν Πασά, πέραν από το παρόν «Τζαμί του Βελή Αγά» (και μετέπειτα Πασά), έδωσε το όνομά του και σε μια συνοικία μέσα στην καρδιά της παλιάς πόλης (βλ. λήμμα: Βελή Αγά, της Τουρκοκρατίας).
Η ανέγερση του τεκέ- με το τζαμί ως κύριο κτίσμα του- θα πρέπει να ξεκίνησε αμέσως μετά την κατάκτηση του Ρεθύμνου, ίσως, κιόλας, από το καλοκαίρι του 1647 . Η παλαιότερη αναφορά του τζαμιού είναι αυτή του έτους 1657 στο κατάστιχο του καδή του Ρεθύμνου. Ο Ηλίας Κολοβός θεωρεί ότι το στρατόπεδο των Οθωμανών είχε εγκατασταθεί στην περιοχή ακριβώς όπου κτίστηκε, στη συνέχεια, ο παρών τεκές τού Μασταμπά. Εδώ, εξάλλου, υπήρχε και η απαραίτητη για το στράτευμα υδροδότηση. Με την επιλογή τους αυτή, ανέγερσης, δηλαδή, στο σημείο αυτό, έξω από τα τείχη της πόλης, ενός τεκέ, υπό την προστασία του Βελή πασά, οι Καντίρηδες δερβίσηδες– στην αδελφότητα των οποίων ανήκε ο τεκές- υπογράμμιζαν έμμεσα στους στρατιώτες που ανέλαβαν τη φρούρηση του Ρεθύμνου και αποτελούσαν το ποίμνιό τους, τη συμβολή τους στην κατάκτηση της πόλης .
Το τέμενος περιβαλλόταν από τουρκικό μοναστήρι (τεκέ), του οποίου σήμερα, στη δυτική πλευρά, σώζονται δεκατρία συνεχόμενα κελιά. Ο συγκεκριμένος τεκές των Καντιρήδων δερβίσηδων λειτουργούσε ως «ιμαρέτι» (αραβ. Imaret= πτωχοκομείο), προετοιμάζοντας και προσφέροντας φαγητό για τους δερβίσηδες και τους φιλοξενούμενούς τους σε καθημερινή βάση. Είχε, προς τούτο, παραχωρηθεί στον τεκέ, όπως φαίνεται από το έγγραφο της ιδρυτικής δωρεάς, τεράστια «ιερή βακουφική» περιουσία σε πολλά χωριά του νομού Ρεθύμνου (Μουρνέ, Μιξόρρουμα, Λαμπηνή, Κυριάννα κ.λπ). Οι δωρεές του Βελή Αγά έδωσαν, τελικά, το όνομά του στον τεκέ, γνωστού σήμερα ως «τεκέ του Βελή Πασά», καθώς προήχθη τα επόμενα χρόνια στο αξίωμα του πασά. Πέραν της χρήσης του ως «ιμαρετιού», στον τεκέ λειτουργούσε και σχολείο για παιδιά και ιεροδιδασκαλείο (medrese).
Ο μιναρές περιλαμβάνει δύο προεξοχές, κυκλικό εξώστη και έχει κάλυψη κόλουρης πυραμίδας. Υπάρχει επιγραφή με χρονολογία 1789. Είναι ο παλιότερος μιναρές του Ρεθύμνου. Η επιγραφή του αναφέρει: «Να μη βασκαθεί! Δόξα και ευγνωμοσύνη στον Κύριο…Κάναμε δωρεά και ανακαινίσαμε τον μιναρέ, για να ακούγεται το εζάνι (= το κάλεσμα στη προσευχή) και για την ελεημοσύνη του Θεού» . Η αυλή και ο κήπος του ήταν κατάφυτοι με καρποφόρα δέντρα και αρωματικά φυτά, όταν το έτος 1676 το είχε επισκεφθεί ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί, που είχε γράψει για το εν λόγω τζαμί πως: «είναι ένας επίγειος παράδεισος που ανήκε στο Τάγμα των Μπεχτασήδων και αξίζει με το παραπάνω να το επισκεφθεί κανείς».
Σήμερα στεγάζει το παράρτημα του Μουσείου Γουλανδρή στην Κρήτη, με σπουδαία εκθέματα γύρω από τη γεωλογική και παλαιοντολογική ιστορία της Κρήτης.

Τοπ Αλτί{ width=
Τουρκοκρατία

Τοπ Αλτί [συνοικία και σε πολλά άλλα σημεία τής πόλης]
Έτσι, Τοπ Αλτί (top= μπάλα κανονιού+ altι= βολή) ονομαζόταν από τους Τούρκους η περιοχή γύρω από το τέρμα τής σημερινής οδού Κριάρη. «Τοπ αλτί», στα τουρκικά, σημαίνει «την υπό την βολή του τηλεβόλου» έκταση, δηλαδή μία μεγάλη περιοχή γύρω από ένα φρούριο, όσο έφτανε η βολή των πυροβόλων του φρουρίου που αλώθηκε κατόπιν αντιστάσεως. Αφορούσε δε σε έκταση γης που είχε, φορολογικά, δωρηθεί στον κατακτητή και που, για τον λόγο αυτόν, παρέμενε ανοικοδόμητη για λόγους στρατιωτικούς. Η περίμετρος της εκτάσεως καθοριζόταν με τη ρίψη βολών προς τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα από τον ψηλότερο προμαχώνα του φρουρίου. Έτσι, λόγω αυτού του ειδικού της χαρακτήρα, η εν λόγω συνοικία («Τοπ Αλτί») απαντά σε περισσότερα του ενός σημεία περιφερειακά της πόλεως και του φρουρίου της Φορτέτσας.

Ειδικότερα, το τοπ- αλτί του φρουρίου της πόλεως του Ρεθύμνου ορίζουμε, κατά προσέγγιση, μέσω συμβολαίων των ΓΑΚ Ρεθύμνου που εντοπίσαμε κατά την έρευνά μας, ως εξής:
α) δυτικά, από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Φωτιάς), παρά τον αιγιαλό, στον Κουμπέ.
β) νοτιοδυτικά, από την περιοχή γύρω από το τέρμα τής σημερινής οδού Κριάρη και τη Μεσκινιά
γ) νότια, περί τα νοτιότερα άκρα της συνοικίας του Μασταμπά  και
δ) ανατολικά, από την περιοχή του Αγίου Γεωργίου του Πεταλιώτη μέχρι, περίπου, την Πόρτα της Άμμου, σύμφωνα με συμβόλαια των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας, αλλά και ακόμα ανατολικότερα μέχρι, περίπου, τον ποταμό των Αηδονιών, τον γνωστό σήμερα ως «Κόρακα» ποταμό.

 

Τρία Μοναστήρια{ width=
Τουρκοκρατία

Τρία Μοναστήρια (στα Τρία Μοναστήρια)
Η ονομασία παραπέμπει στην ύπαρξη, στο εν λόγω ύψωμα, τριών μοναστηριών, άγνωστων, πάντως, σήμερα. Σήμερα (και ειδικότερα από το έτος 1997) η περιοχή των Τριών Μοναστηριών έχει εκκλησιαστική εξάρτηση από την ενορία του Μασταμπά.

Τσαρσί{ width=
Τουρκοκρατία

Τσαρσί [συνοικία]
Τουρκ. çarşi (= αγορά). Πρόκειται για την αγορά, το εμπορικό τμήμα της πόλης, τη σημερινή οδό Κ. Παλαιολόγου. Το ίδιο μέρος ακουγόταν και ως Μεϊντάνι [(τουρκ. maydān= αγορά) βλ. σχετικό λήμμα] και αποτελούσε σημείο πολυσύχναστο για τους προκρίτους του τόπου και τους Οθωμανούς μπέηδες.

Τσικούρ- Μποστάν{ width=
Τουρκοκρατία

Τσικούρ- Μποστάν ή Τσουκούρ Μποστάν (συνοικία)
Τσικούρ (τουρκ. çukur = λάκκος, χαμηλό μέρος) και Μποστάν (τουρκ. bostan λαχανόκηπος, μποστάνι) και «Τσικούρ Μποστάμι», κατά Σταυράκη, άρα λαχανόκηπος σε λάκκο, χαμηλό μέρος. Κάπου, πάντως, είδα το τουρκ. «τσικούρ μποστάν» να ερμηνεύεται και ως «πεπονότοπος».
Βρισκόταν βόρεια της πόλης, κάτω από τη Φορτέτσα, όπου υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οπότε θεωρώ πιθανές και τις δύο αυτές εκδοχές του τοπωνυμίου (πβ., εξάλλου, στην ίδια περιοχή και τοπωνύμιο «Περβόλα»).
Στα «Οθωμανικά δημόσια έγγραφα του Ρεθύμνου (1659- 1898) » η συνοικία Τσικούρ Μποστάν ταυτίζεται με τα σημερινά Περιβόλια [από επηρεασμό, προφανώς, της Επιμελήτριας από το β΄ συνθετ. της λέξης Μποστάν (= λαχανόκηπος)], ενώ ο Δ. Αετουδάκης την τοποθετεί πάνω στη Φορτέτσα, όπου, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, κατοικούσε η φτωχολογιά της τουρκικής παροικίας.
Όμως- ως προς την πρώτη ταύτιση, δηλαδή αυτήν των «Οθωμανικών δημοσίων εγγράφων»- τα Περιβόλια, επί Τουρκοκρατίας, ονομάζονταν Παγτσελίκ ή Μπαγτσελίκ [=στους Κήπους (μπαχτσές= κήπος, περιβόλι), βλ. σχετ. λήμμα] και δεν αφορούσαν καν σε «συνοικία» της πόλεως, ενώ μέχρι και τις αρχές του 20ου αι. εξακολουθούσαν να αποκαλούνται ως «χωρίον Περιβόλια» ή και ως «προάστιον» (από τον Νικ. Σταυράκη). Ως προς τη δεύτερη ταύτιση- αυτήν του Δ. Αετουδάκη- η ίδια η ετυμολογία της τουρκικής ονομασίας της συνοικίας, όπως την δώσαμε στην αρχή του παρόντος λήμματος, απαγορεύει την τοποθέτησή της επάνω στον βράχο, ενώ, περαιτέρω, το θέμα διευκρινίζεται απόλυτα από πολλές δικαιοπραξίες τού τέλους της Τουρκοκρατίας [π.χ. «εις συνοικίαν Τσικούρ Μποστάν, παρά την οδόν Νικολάου» , όπου η οδός (του Ρώσου πρίγκιπα) Νικολάου, της συνοικίας Τσικούρ Μποστάν, δεν είναι άλλη από τη σημερινή οδό Στ. Κλειδή ή «εις την συνοικία Τσικούρ Μποστάν, οδός Κάλνιν» , όπου, και πάλι, η οδός Κάλνιν είναι η σημερινή οδός Μελισσηνού]. Τέλος, τη θέση της συνοικίας στις βόρειες παρυφές της πόλης του Ρεθύμνου, κάτω από τη Φορτέτσα, ορίζουν και ο Γ. Σπανδάγος και ο Εμμ. Λαμπρινάκης, γράφοντας, ο τελευταίος, στη Γεωγραφία του: «εις το βόρειον της πόλεως και υπεράνω της συνοικίας “Τσικούρ- μποστάν” κείται η ακρόπολις (Φορτέτσα) εφ’ υψηλού λόφου, εξέχοντος εις την θάλασσαν, κατοικουμένη υπό Τούρκων».

Τσίτσος{ width=
Τουρκοκρατία

Τσίτσος (τουρκ. Çico) [συνοικία]
Στη σπουδαία αυτή συνοικία βρίσκεται το κτίριο του ρωσικού επισκοπείου, ο άγιος Αντώνιος, η αγία Βαρβάρα και ο Καθεδρικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, στον αύλειο χώρο του οποίου λειτουργούσαν, στις αρχές του εικοστού αιώνα, τα εκπαιδευτήρια της πόλης. Η περιοχή, ειδικότερα, εκτεινόταν από την οικία Α. Σαουνάτσου (σήμερα πανσιόν Λαγκουβάρδου) μέχρι τα νότια της πόλεως τείχη περί το Καμαράκι.
Πιθανόν το όνομα της σπουδαίας αυτής- λόγω θέσης και κτισμάτων- συνοικίας του Ρεθύμνου να προέρχεται από το Kucuk (τουρκ. küçük)= μικρός (πβ. σήμερα κούτσικος) ή και από το ιταλ. [piccino, ciccio (τσίτσο)= μικρός]. Δύσκολο, (παρότι μας δίνει άνετη ετυμολογία) το θεωρώ να συνδέεται με τη σλαβική λέξη čičο (τσίτσο)= μπάρμπας, θείος , γιατί, όπως είναι γνωστό, ο αριθμός των σλαβικών τοπωνυμίων, ειδικά στην Κρήτη, είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
Ύστερα από τα παραπάνω, πιθανότερη θεωρούμε την άποψη το τοπων. να ξεκίνησε ως προσωπωνύμιο «στού Τσίτσο», δηλαδή από γενική (κτητική), με την έννοια, μάλλον, του μικρού (σύμφωνα με την ιταλική και τουρκική εκδοχή) και θα προέρχεται, ίσως, από τα τελευταία χρόνια τής Βενετοκρατίας- γιατί, χαρακτηριστικό αυτό ότι στα χρόνια αυτά των Βενετών δεν απαντά στο Ρέθυμνο συνοικία με το συγκεκριμένο όνομα- ή, πιθανόν και αυτό, να προέρχεται από τα πρώτα χρόνια τής Τουρκοκρατίας.

Τσουρούνης{ width=
Τουρκοκρατία

Τσουρούνης, ο (στου Τσουρούνη)
Μαχαλάς, μικροσυνοικία της μεγάλης παραθαλάσσιας συνοικίας Γιαλί, κείμενος ανατολικότερα της Χαλάστρας. Πβ. και χωριό Τοπολίων Κισσάμου Χανίων Τσουρουνιανά< επών. Τσουρούνης + επίθ. – ιανά. Ο Συμεωνίδης το ετυμολογεί από επών. Τσούρνος< σλαβ. επίθ. (= μαύρος). Το επών. Τσούρνος πρέπει, κατά Συμεωνίδη, να πέρασε και στην Κρήτη από την ηπειρωτική Ελλάδα). Την άποψη αυτήν- σε συζήτησή μας- επιδοκίμασε και ο Τουρκολόγος κ. Ηλ. Κολοβός, αφού και το τοπωνύμιο, λέγει, Τοπόλια είναι, επίσης, σλαβικό.
Μάλλον, λοιπόν, θεωρώ ότι το τοπων. θα πρέπει να αφορά σε όνομα οικογενειακό, οπότε πρέπει να διορθωθεί: στου Τσουρούνη και όχι στο Τσουρούνι, όπως το εντοπίσαμε.

Φορτέτσα{ width=
Τουρκοκρατία

Φορτέτσα, η (στη Φορτέτσα) [συνοικία]
Πρόκειται για τη συνοικία Ιτς Καλέ (τουρκ. «Iç Kale»= εσωτερικό φρούριο) των χρόνων της Τουρκοκρατίας (όπου και βλέπε).

Χασάν Μπαμπάς{ width=
Τουρκοκρατία

Χασάν Μπαμπάς
Από Hasan (τουρκ. όνομα) + baba (= πνευματικός καθοδηγητής)
Εδώ, υπήρχε νεόδμητος τεκές (τουρκ. tekke=μοναστήρι) Τούρκου ιερωμένου, με το όνομα Χατζή Χασάν Μπαμπάς, των αιρετικώνμουσουλμάνων μπεκτασήδων. Ο Χατζή Χασάν Μπαμπάς ανακαίνισε τον τεκέ στα 1868/69, ως παράρτημα του τεκέ του Μαγαραλί Κιόι (Άγιος Βλάσης Ηράκλειο). Ο Χατζή Χασάν Μπαμπάς ανήκε στην οικογένεια των Ουστά-ζαντέ (= γιος του μάστορα, μαστοράκης) του Ρεθύμνου και διετέλεσε ηγούμενος του τεκέ μέχρι τον θάνατό του, το 1904 (πληροφ. Ηλ. Κολοβού).
Ο Γ. Σπανδάγος την εν λόγω συνοικία τοποθετεί παρά το σημερινό Μουσικό Σχολείο και πρώην Ορφανοτροφείο. Η τοποθέτηση αυτή φαίνεται ορθή, αν λάβουμε υπόψη σημείωμα της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρησις» (αρ. φ. 1836, της 21/4/1951), που ταυτίζει τον τεκέ των Μπεκτασήδων με το Ορφανοτροφείο Ρεθύμνου και, επίσης, τον ιστορικό της Κρήτης, Β. Ψιλάκη, ο οποίος τον ίδιο «βεχτασιδικόν τεκέν του Μουσουλμάνου Χασάν Μπαμπά» φαίνεται να τοποθετεί στο ίδιο μέρος, αφού ο εν λόγω Χασάν Μπαμπάς φέρεται ότι άρπαξε βίαια το νερό της δημόσιας και μεγάλης πηγής, της «Μάνας του νερού», στον γειτονικό λόφο του Αγίου Ιωάννη (πηγή S. Zuanne των Βενετσιάνων) και το μετέφερε στον τεκέ του.
Αντίθετα, ο Λαμπρινάκης- και το ίδιο φαίνεται να εξυπονοεί και η γραφή του Εμμ. Γενεράλι- τη συνοικία «Χασάν Μπαμπά» τοποθετούν «υπεράνω του ποταμού Κόρακος», παρά το Φουρφουριανό μετόχι.

Χεντέκ Μαχαλεσί{ width=
Τουρκοκρατία

Χεντέκ Μαχαλεσί [συνοικία]
Από το τουρκ. τοπων. «Hendek Mahallesi» (= συνοικία της τάφρου του φρουρίου). Τάφρο, όμως, όπως είναι γνωστό, το ρεθεμνιώτικο φρούριο δεν διέθετε. Πάντως, δεδομένης της παράδοσης του παρόντος τουρκ. τοπων. που υποδηλώνει, ακριβώς, την ύπαρξη τάφρου του φρουρίου, μαζί με την ύπαρξη, στην ίδια περιοχή, της συνοικίας Καντάκιο [μάλλον, από «Χαντάκι» (πβ. Χάνδαξ το Ηράκλειο)], υποπτευόμαστε πως θα υπήρχε, έστω, μια υποτυπώδης, σε καίριο του τείχους σημείο, τάφρος. Άρα, η συγκεκριμένη- άγνωστη σήμερα- συνοικία του Ρεθύμνου θα πρέπει να τοποθετηθεί περί τα Παλιά Τείχη, στο μέρος όπου, κανονικά, δημιουργείται η τάφρος (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση).

Αγία Βαρβάρα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αγία Βαρβάρα, η (στην Αγία Βαρβάρα) [εκκλησία- συνοικία]
Βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.

Αγία Σοφία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αγία Σοφία, η (στην Αγία Σοφία) [εκκλησία- συνοικία]
Πρόκειται για την περιοχή της σημερινής Σωχώρας (βλ. σχετικά το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και Βενετοκρατίας).

Αγία Φωτεινή{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αγία Φωτεινή, η (στην Αγία Φωτεινή) [εκκλησία- συνοικία]
Ακόμα δυτικότερα από τον άγιο Νικόλαο, εκεί όπου το κύμα του Κρητικού σβήνει στην ακροθαλασσιά, ορθώνεται ο ναός της Αγίας Φωτεινής. Πρόσφατα (2007) κατεδαφίστηκε ὁ παλιός ναΐσκος μέσα στο ομώνυμο ελαιουργείο, ενώ, ήδη από το έτος 1975, έχει αντικατασταθεί από τον αρκετά μεγαλύτερό του νεότερο ενοριακό (εγκαίνια 1985, από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Τίτο Συλλιγαρδάκη).
Ο παλιός ναός κτίστηκε γύρω στά 1910 κατόπιν εύρεσης, κατά θαυματουργικό τρόπο, της εικόνας της αγίας Φωτεινής, στον χώρο της παλιάς εκκλησίας, από τον λοχαγό Σταύρο Ρήγα. Όμως, είναι γεγονός ότι πολύ πρίν από το έτος αυτό (1910) το παρακείμενο στην εκκλησία ρυάκι οι παλιοί Ρεθεμνιώτες το έλεγαν «τσ’ Αγιάς Φωθιάς ο ποταμός», και αυτό δικαιολογείται από το ό,τι ύπαρξη ναού της Αγίας Φωτεινής (Φωτιάς) στην περιοχή μαρτυρείται από πολύ παλιά, από τα χρόνια, κιόλας, της Βενετοκρατίας, με το ίδιο (στα βενετσιάνικα) όνομα, ως Αγία Λουκία (S. Lucia).
Το έτος 1672 η εκκλησία τής Αγίας Φωτεινής είναι γνωστόν ότι αποτελούσε το δυτικό οροθέσιο του τοπ- αλτί της πόλεως Ρεθύμνης «από της δυτικής πλευράς και από το χείλος της θαλάσσης μέχρι της εκκλησίας (μαναστίρ) της Αγίας Φωτιάς προς τα άνω και διά του ποταμού εις απόστασιν ενός μιλίου» .
Ο Στ. Ρήγας ήταν ένας από τους δέκα αξιωματικούς πού είχε στείλει η ελεύθερη Ελλάδα στην Κρητική Πολιτεία, προκειμένου να οργανώσει την Κρητική Πολιτοφυλακή, η οποία, αργότερα, στους Βαλκανικούς Πολέμους, έμελλε να πετύχει πραγματικά θαύματα. Ο Στ. Ρήγας, κατά τη διαμονή του στην πόλη μας, είχε την πρωτοβουλία της ίδρυσης- στο μέρος αυτό της Αγίας Φωτεινής, στη δυτική πλευρά του Γαλλιανού ποταμού- του Σκοπευτηρίου της πόλης, για να γυμνάζεται στην ελεύθερη σκοποβολή η νεολαία του Ρεθύμνου. Σκοτώθηκε ως Συνταγματάρχης το έτος 1921 στο Ουσάκ της Μ. Ασίας.
Στην περιοχή τής Αγίας Φωτεινής λειτουργούσε και το εργοστάσιο της Αγίας Φωτεινής, ενώ, όπως σημειώνει ο Χ. Στρατιδάκης, όταν, πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα βυρσοδεψεία μεταφέρθηκαν σταδιακά από την Καλλιθέα και την εκβολή του ρέματος Συνατσάκη, όπου λειτουργούσαν μέχρι τότε, στον Κουμπέ, η δυτική ζώνη του Ρεθύμνου φορτίστηκε ιδιαίτερα και έφθασε τελικά να απαριθμεί 32 βιομηχανίες-βιοτεχνίες, που μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα σταδιακά έκλεισαν όλες.

 

Άγιος Λαζάρος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Άγιος Λαζάρος, ο (στον Άγιο Λάζαρο) [εκκλησία- συνοικία]
Πρόκειταν για περιοχή πλησίον της Μικρής Παναγίας, πρώην τζαμιού με τον περίφημο «κομμένο μιναρέ». Στη συνοικία αυτήν και στην αδιέξοδη (=γρότα) ομώνυμη οδό, βρίσκεται και η εκκλησούλα του αγίου Γεωργίου.
Από τον Δεκέμβριο του έτους 2009, στον χώρο αυτόν της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου στεγάζεται το τοπικό Τμήμα Δυτικής Κρήτης της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (βλ.περισσότερα στο ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας)

Άγιος Νικόλαος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Άγιος Νικόλαος, ο (στον Άγιο Νικόλαο) [εκκλησία- συνοικία]
Η γνωστή και σήμερα συνοικία του Ρεθύμνου, όπου βρισκόταν ο συνήθης χώρος κολύμβησης των Ρεθυμνιωτών, του Δυτικού, μάλλον, τμήματος της πόλεως. Το όνομα της συνοικίας οφείλεται στην ομώνυμη εκκλησία, που οικοδομήθηκε- σύμφωνα με την υπάρχουσα κτητορική επιγραφή- το έτος 1930, στη θέση της βενετσιάνικης μονής του Αγίου Λαζάρου. Ο ναός διαθέτει τέσσερις θαυμάσιες εικόνες στο τέμπλο (έργο το τελευταίο του Γιάννη Κανακάκη), προερχόμενες από τον χρωστήρα του μεγάλου βυζαντινού αγιογράφου Φώτη Ν. Κόντογλου του Κυδωνιέως (1951)
Στον Άγιο Νικόλαο υπήρχαν οι εξής διαμορφώσεις της παραλίας. Πρώτα η Μικρή Κολύμπα, όπου σήμερα το κολυμβητήριο, κάτω από την εκκλησία του αγίου Νικολάου, χώρος κατάλληλος, λόγω μικρού βάθους, για το κολύμπι των μικρών παιδιών. Αμέσως μετά ήταν ο Γυναικωνίτης και ακολουθούσε η Δεσποτικιά Κολύμπα, στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής, στον Κουμπέ.

Άγιος Σπυρίδωνας{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Άγιος Σπυρίδωνας ο (στον Άγιο Σπυρίδωνα) [Φορτέτσας]
Η λατρεία του Αγίου στον χώρο αυτόν σημειώνεται από τα χρόνια της Βενετοκρατίας, παρότι δεν γίνεται αναφορά στον ναό αυτόν σε καμιά νοταριακή πράξη. Επί Τουρκοκρατίας παρέμεινε στη διακριτική εξουσία των χανουμισσών τής καθαρά τουρκογειτονιάς «Χαράκια». Κάτω από τον Άγιο Σπυρίδωνα υπήρχε ο Ταρσανάς (τουρκ. tersane), δηλαδή το μικρό ναυπηγείο, το «Σκιέρο«, των Βενετσιάνων (βλ. το εν λόγω λήμμα και στους χρόνους της Βενετοκρατίας).

Ακροβατερή{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ακροβατερή, η (στην Ακροβατερή) [συνοικία]
Πρόκειται- όπως δηλώνεται και από το όνομά της- για χαλέπα πάνω στο άκρο απότομου υψώματος [<αρχ. άκρος + -βάτης (από ρ. βαίνω) + επίθ. –ερός, -ερή, -ερό, που δηλώνει, ακριβώς, αυτόν που έχει την ιδιότητα που δηλώνεται από το ουσ. στο οποίο προστίθεται όχι απολύτως αλλά κατά προσέγγιση (πβ. καματερός, σκαφτερός κ.λπ)].
Εδώ, μέχρι περίπου το 1985, ήταν ο τόπος εναπόθεσης των αποβλήτων της πόλης του Ρεθύμνου. Στην περιοχή σήμερα υπάρχει μικρός οικισμός.
Σε έρευνά μας στο Υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνου, των χρόνων της Κρητικής Πολιτείας, εντοπίσαμε και τα εξής μικροτοπωνύμια στην εν λόγω περιοχή:
Βρουλέ (φυτών. από το φυτό βρουλέ και βρουλιά, η)
Χαλέπα (=έκταση γης πετρώδης και άγονη).

Ακ Σεραϊ{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ακ Σεράϊ (συνοικία)
Η εν λόγω συνοικία περιλάμβανε την περιοχή από τους στρατώνες, που σήμερα έχουν παύσει να υπάρχουν, κοντά στη σημερινή εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, μέχρι τη Σωχώρα και το σημερινό νομαρχιακό μέγαρο (βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Αλή Ατζή Βρύση{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αλή Ατζή Βρύση (στου Αλή Ατζή τη Βρύση) [θέση]
Πρόκειται για τη γωνία των οδών Αρκαδίου και Τσουδερών (Βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.)

Άμμος Πόρτα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Άμμος η Πόρτα ή Κουμ Καπί ή Άγνωστος Στρατιώτης (συνοικία)
Έτσι ακουγόταν η σημερινή πλατεία, στη συγκεκριμένη «πόρτα» του Βενετσιάνικου τείχους, μέχρι και το έτος 1930, που ονομάστηκε Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, λόγω, ακριβώς, του ομώνυμου Ηρώου, που στήθηκε σε αυτήν στις 9/11/1930, με την ευκαιρία του εορτασμού της τακτικής επετείου της Αρκαδικής Εθελοθυσίας και της Εκατονταετηρίδας της Ελληνικής ανεξαρτησίας (1830-1930). Πρόκειται για τη συνοικία Kum Kapi (= Άμμος Πόρτα) της Τουρκοκρατίας (βλ. και ομώνυμο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).
Για την κατασκευή τού Ηρώου συστάθηκε ερανική επιτροπή με πρόεδρο τον Μάνο Τσάκωνα. Γλύπτης ο Δ. Ν. Περάκης. Πιο πριν από το έτος αυτό, είχε διατυπωθεί πρόταση από την εφημερίδα τοy Ρεθύμνου «Κρητική Επιθεώρησις» – που, τον καιρό εκείνο,  διατηρούσε τα Γραφεία της στην εν λόγω πλατεία- να ονομαζόταν πλατεία «Αρκαδίου», ενώ διατυπώθηκε και η άποψη το ηρώο τού «Αγνώστου Στρατιώτη» να στηνόταν στον χώρο μπροστά από το Γυμνασιακό Παρθεναγωγείο, δηλαδή στη σημερινή πλατεία «Τεσσάρων Μαρτύρων», όπου σήμερα έχει στηθεί ο ανδριάντας τού Κωνσταντίνου Γιαμπουδάκη.

 

Αμπουχούρη{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αμπουχούρης, ο (στ’ Αbουχούρη) [συνοικία]
Έτσι ονομαζόταν η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Ρεθύμνου, και, παλιότερα, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, τα Παγοποιεία, συμπεριλαμβανομένων και των γύρω από αυτή χώρων (βλ. την ίδια συνοικία και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Αραπομαχαλάς{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αραπομαχαλάς, ο (στον Αραπομαχαλά) [συνοικία]
Πρόκειται για την περιοχή που απαρτίζεται από τους δρόμους Όλγας και Ελισάβετ, που αντιστοιχούν προς τις σημερινές οδούς Τσουδερών και Καστρινογιαννάκη [βλ. περισσότερα στοιχεία για την εν λόγω συνοικία υπό το όνομα: Αραπομαχαλάς (Σουρούφ Αγά) στα χρόνια της Τουρκοκρατίας].

Αρβανιτιά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αρβανιτ(θ)ιά, η (στην Αρβανιτ(θ)ιά) (Τσεσμέρ Βιταλέρη) [συνοικία]
Βρισκόταν παρά την «Πόρτα» και το τζαμί της Άμμου.
Πρόκειται για τη γνωστή πλατεία τής «Αρβανιτιάς» και «Αρβανιθιάς», κατά τον Νικ. Σταυράκη, που έδωσε το όνομά της και στην ευρύτερη περιοχή, για την παρουσία εκεί, κατά την Βενετοκρατία, Αλβανών μισθοφόρων.
[Βλ. περισσότερα στη συνοικία Αρβανι(τ)θιά (Τσεσμέρ Βιταλέρη) στα χρόνια της Τουρκοκρατίας]

Αρκαδιώτικο Κονάκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αρκαδιώτικο Κονάκι, το (στ’ Αρκαδιώτικο Κονάκι)
Βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών Αρκαδίου και Π. Βλαστού (ή στη σημερινή πλατεία 25ης Μαρτίου, κατά τον κ. Μ. Κούνουπα) και αφορούσε, ασφαλώς, σε ιδιοκτησία της ιστορικής Μονής επί συγκεκριμένου οικοδομήματος, της εν λόγω περιοχής.
Ο Τιμόθεος Βενέρης σημειώνει ότι στο οίκημα αυτό, όταν ο ηγούμενος της Αρκαδικής Εθελοθυσίας, Γαβριήλ Μαρινάκης, έγινε το πρώτον ηγούμενος (1856), δέχθηκε τα συγχαρητήρια του ρεθεμνιώτικου λαού (Το Αρκάδι διά των αιώνων, 149).

 

Αρμενοκατοικίες{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αρμενοκατοικίες, οι (στις Αρμενοκατοικίες)
Το τοπων. εντοπίσαμε σε συμβόλαιο του έτους 1960. Πρόκειται για συνοικία όπου διέμεναν Αρμένιοι της Αρμενικής κοινότητας Ρεθύμνου, που άνθισε από την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα μέχρι και το 1950, όταν έγινε ο επαναπατρισμός τους στην τότε Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας, της Σοβιετικής Ένωσης.
Αρμενικές κατοικίες υπήρχαν και λίγο παραπάνω, προς το τέρμα της οδού Θεοτοκοπούλου. Ο Δ. Ποθουλάκης («Το Ρέθεμνος που έφυγε») λέγει ότι οι παρούσες πολυκατοικίες, στην περιοχή της σημερινής Θεοτοκοπούλου, προς την Αγία Ειρήνη, ήταν δωρεά ενός ζάμπλουτου Αρμενίου του εξωτερικού προς τους ομοεθνείς του.

Αχνότρυπα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Αχνότρυπα, η (στην Αχνότρυπα)
Εικονίζεται στη θέση αυτήν (ΒΔ του λόφου του Τ. Σταυρού) σε χάρτη του Ρεθύμνου του έτους 1925, υπό Λοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου. Το εν λόγω σπήλαιο δεν καταγράφεται, με αυτό το όνομα, στο Μητρώο των Ρεθυμνιώτικων Σπηλαίων (Χ. Στρατιδάκης, Τα Σπήλαια του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011).
«Αχνός» (= ατμός) + «τρύπα». Η εξήγηση του φαινομένου έχει να κάνει με την αναπνοή των σχετικών, με το όνομα αυτό, σπηλαίων, που όταν στο έξω περιβάλλον επικρατεί βαρομετρικό χαμηλό παρατηρείται είσοδος αέρα στο σπηλαιοσύστημα, ενώ όταν επικρατεί βαρομετρικό υψηλό παρατηρείται έξοδος αέρα. Εδώ, ακριβώς, οφείλονται οι αχνότρυπες, όπως αυτή της Κοξαρές, επαρχίας Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου, ένα από τα γνωστά «λιβανιστήρια» ή «καπνιστήρια» του νομού Ρεθύμνου- όπως λέγονται του είδους αυτού τα σπήλαια- και κάποια άλλα ακόμα (Ελεύθερνας, Βάραθρου Περδίκη, Κάτω Βαλσαμόνερου, Γαρίπα).

Βρύση Γαρμπή{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Βρύση του Γαρμπή, η (στη Βρύση του Γαρμπή) [θέση]
Βρίσκεται ακόμα και σήμερα, αλλά χωρίς νερό, στην ανατολική οικοδομική γραμμή της Νικηφόρου Φωκά (Μακρύ Στενού), νότια της Βερνάρδου, κοντά στην Κυρία των Αγγέλων.
Γαρμπής (ο), χωρίς πληθ., είναι ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας (μσν.< βενετσ. garbin< αραβ. garbi= δυτικός), που κατέληξε και στο γνωστό, στις μέρες μας, οικογενειακό ή παρωνύμιο.

Γαζή Χουσεΐν Πασά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γαζή Χουσεΐν Πασά (στου Γαζή Χουσεΐν Πασά) [συνοικία]
Πρόκειται για την περιοχή του σημερινού Ωδείου, όπου το ομώνυμο τζαμί (ή, άλλως, Τζαμί της Νεραντζές, από δέντρο νεραντιάς που εφύετο εκεί).  (Βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Γενή Μαχαλεσί{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γενή Μαχαλεσί (συνοικία)
Τα συνθετικά του τοπωνυμίου είναι: yenι (= νέα) + mahalle (=συνοικία)
(Βλ. συνοικία: Γενή Μαχαλεσί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Γερανιώτικα (Καναρά){ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γερανιώτικα, τα (στα Γερανιώτικα) ή Καναρά, η (στη Gαναρά) [συνοικία]
Γερανιώτικα, θεωρώ από το, σχετικά, γειτονικό χωριό Γεράνι, του οποίου οι κάτοικοι θα είχαν στην περιοχή αυτήν περιουσίες,  είναι το παλιότερο όνομα της συνοικίας. Σήμερα είναι γνωστότερη ως «Κολυμβητήριο» ή «Άγιος Νικόλαος» και παλιότερα ως «Μικρή Κολύμπα» και «Καναρά» (Κανάρα= το θηλυκό καναρίνι).

 

Γερμανικό Νεκροταφείο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γερμανικό Νεκροταφείο, το (στο Γερμανικό Νεκροταφείο)

Κατασκευάστηκε προς ενταφιασμό των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που σκοτώθηκαν κατά τη Μάχη του Ρεθύμνου. Ο μεγάλος αριθμός αυτών οδήγησε στη δημιουργία δύο γερμανικών νεκροταφείων. Το ένα, το μεγαλύτερο, κατασκευάστηκε μεταξύ της εθνικής οδού προς Ηράκλειο  και του δρόμου προς το Αμάρι, όπου σήμερα το Γηροκομείο και η εκκλησία του αγίου Τίτου.  Το άλλο, που ήταν μικρότερο, ήταν το παρόν, στο ύψωμα του Μασταμπά, στο οποίο είχαν ταφεί μόνο Γερμανοί αξιωματικοί. Θεωρούνταν ως ένα από τα καλύτερα της Κρήτης. Το διατηρώ στη μνήμη μου από τα παιδικά μου χρόνια, τη δεκαετία τού ’50, που με πήγαινε η γιαγιά μου περίπατο (θεωρούνταν, αν θυμάμαι καλά, στο Ρέθυμνο, ως χώρος περιπάτου και αναψυχής), μέχρι και το 1961, όταν βετεράνοι Γερμανοί στρατιώτες βοήθησαν στην εκταφή των οστών των νεκρών, που μεταφέρθηκαν στη Μονή Γωνιάς στα Χανιά. Για τον τεράστιο  μπρούτζινο αετό που το κοσμούσε, ακουγόταν από τον λαό και ως «Γερμανικό Πουλί», ενώ στη δυτική πλευρά του Γηπέδου της πόλης βρισκόταν και το αντίστοιχο μνημείο.

Γιαλί{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γιαλί, το (στο Γιαλί) [συνοικία]
Η συνοικία «Γιαλί» ήταν μια πολύ εκτεταμένη περιοχή, που περιλάμβανε το βενετσιάνικο λιμάνι, τη Μεγάλη Αγορά (Αρκαδίου), την προκυμαία, το Καμαράκι και το τέμενος Καρά Μουσά Πασά, δηλαδή όλο το παραλιακό μέτωπο της πόλης. (Για την εν λόγω συνοικία βλ. περισσότερα στο ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Γκιουλούμπασης{ width=
Τουρκοκρατία

Γκιουλούμπασης, ο (στου Γκιουλούbαση) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή πλατεία Πλαστήρα, που εκτείνεται από το Καινούριο Λιμάνι μέχρι και τα πρώτα σπίτια που ορθώνονται στο ύψωμα του φρουρίου της Φορτέτσας. Η εν λόγω πλατεία διαμορφώθηκε με επιχωματώσεις, προερχόμενες από την κατεδάφιση του παραπλήσιου «Πύργου του Νερού» (Σου Κουλέ= «Πύργος του Νερού»), το έτος 1953.
Η ονομασία Γκιουλούμπασης κατ’ άλλους, είναι παραφθορά του τουρκ. Μπουλούκμπασης, ο (= ο αρχηγός μπουλουκιού, ο ταγματάρχης), που τη θεωρούμε κι εμεις ως πιθανή, γιατί, πράγματι, στην αρχή της Γκιουλούμπαση, παρά το σημερινό Καινούριο Λιμάνι, σε χάρτη μελέτης για το λιμάνι του Ρεθύμνου (μηχανικός Alferd Diemer, Σεπτ. – Οκτ. 1904), σημειώνεται η ύπαρξη παλιών στρατώνων [ως Ancienne Caserne (sic)], που αφορούν, μάλλον, στον προαναφερθέντα «Θαλάσσιο Πύργο της Ρεθύμνης» (= «Σου Κουλέ»), που σε έγγραφο του 1694 αναφέρεται ως φρούραρχός του (τουρκ. Μπουλούκμπασης) ο Μεχμέτ αγάς, υιός Αβδουλλάχ [βλ. σχετικά και στο λήμμα: Σου Κουλές (= Πύργος του Νερού) των χρόνων της Τουρκοκρατίας]. Πιθανόν, λοιπόν, από το τουρκ. αυτή λέξη που σημαίνει «φρούραρχος» («Μπουλούκμπασης») να προέρχεται και η ονομασία της πασίγνωστης αυτής, στους Ρεθεμνιώτες, συνοικίας.
Σημειώνεται, όμως, επίσης, ότι κυριολεκτικά πάνω στον ως άνω θαλάσσιο πύργο, βρισκόταν και ο «Θαλάσσιος Κήπος», ο, άλλως, ονομαζόμενος, «Κήπος των Ρώσων«, με το όνομα «Jardin du Prince George» (= Κήπος του Πρίγκιπα Γεωργίου). Για την ιστορία τού εν λόγω κήπου και του ονόματός του (Κήπος του Πρίγκιπα Γεωργίου), στην Ημερήσια Διάταξη, αρ. 7, της Ρωσικής Διοίκησης στο Ρέθυμνο, σημειώνεται ότι, στις 7 Ιανουαρίου 1899, ο Πρίγκιπας Γεώργιος επισκέφθηκε τον κήπο αυτόν και φύτεψε έναν φοίνικα.
Υπάρχει, λοιπόν, και η άποψη αυτή το «Γκιουλούμπασης» να αναφέρεται σε αυτόν τον θαυμάσιο Κήπο του Πρίγκιπα Γεωργίου, που υπήρχε στη συγκεκριμένη περιοχή και απλωνόταν κυριολεκτικά πάνω από το κτίριο- φυλακή των Τεσσάρων Μαρτύρων, στον τουρκικό Προμαχώνα του Λιμανιού, που, στα τουρκικά, ο κήπος αυτός, ονομάστηκε «Γκιουλ» (= ωραίος) «Μπαξές» (= κήπος). Και έτσι, το «Γκιουλ Μπαξές» (τουρκ. Gül bahçesι), μέχρι σήμερα, το μεταφράζαμε οι Ρεθυμνιώτες ως «Ωραίος Κήπος» (Γ. Δαλέντζας).
Μια ακριβέστερη, όμως, απόδοση της λέξης «Γκιουλ Μπαξέ» στα τουρκικά είναι «ροδόκηπος», «ροδώνας», οπότε, λοιπόν, στον εν λόγω κήπο θα πρέπει να αφθονούσαν τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα (τουρκ. «Gül bahçesι»= ροδώνας, τριανταφυλλώνας). Και αυτή θεωρούμε, τελικά, ως την ορθότερη, ίσως, ερμηνεία του ονόματος «Γκιουλούμπασης» της όμορφης αυτής συνοικίας του Ρεθύμνου.

Γλίστρα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γλίστρα, η (στη Γλίστρα)
Πέραν από τις «Γλίστρες»«Πλύστρες») στους «Ελληνιστικούς Νεώσοικους», παρά τον Άγιο Σπυρίδωνα, δυτικά της Φορτέτσας, «Γλίστρα» υπήρχε και στον Κουμπέ, που υπήρξε αρχαίο λατομείο. Εδώ γινόταν εξαγωγή πελεκιών (καντονάδων και γωνιόλιθων) και, πιθανώς, μυλόλιθων. Είναι ένα ημιβυθισμένο στη θάλασσα λατομείο, πιθανόν της αρχαίας Ρίθυμνας. Η βύθιση έγινε επί Ρωμαιοκρατίας, στον σεισμό, πιθανόν, του 365 μ.Χ.
Ετυμολογία βλ. στο λήμμα «Ελληνιστικοί Νεώσοικοι«.

Γρότα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γρότα, η (στη Γρότα) ή Γρότα τ” Άι- Γιώργη
Η εν λόγω συνοικία βρισκόταν στην παλιά πόλη, στο αδιέξοδο (οδός Αγίου Γεωργίου), όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου . Η λέξη «γρότα» είναι ιταλική και σημαίνει αυτό ακριβώς, «αδιέξοδο».

Γυμναστήριο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Γυμναστήριο (το) ή Νοσοκομείο (το) ή Σχολή Χωροφυλακής, η (στο Γυμναστήριο ή στο Νοσοκομείο ή στη Σχολή Χωροφυλακής) [συνοικία]
Πριν από εξήντα, περίπου, χρόνια οι κάτοικοι της πόλης παρέπεμπαν «στο Γυμναστήριο» ή «στο Νοσοκομείο», αναφερόμενοι στον χώρο εκείνο όπου στο τέλος της δεκαετίας του 1940 άρχισε να λειτουργεί η Σχολή Χωροφυλάκων (και έκτοτε μαρτυρείται και τοπων. «Σχολή Χωροφυλακής»), η οποία μετά την ενοποίηση Αστυνομίας και Χωροφυλακής λέγεται πλέον Σχολή Αστυφυλάκων, ονομασία, όμως, που, μέχρι σήμερα, δεν έχει υπερισχύσει και τοπωνυμικά.

Εβλιγιάς{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Εβλιγιάς, ο (στον Εβλιγιά)
Λόφος στα νότια της πόλης, ένα φυσικό μπαλκόνι με καταπληκτική θέα προς το Ρέθυμνο [βλ. περισσότερα στο ίδιο λήμμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας και στο λήμμα Άγιος Ιωάννης (εκκλησία- συνοικία) των χρόνων της Βενετοκρατίας].

Εβραϊκή Συνοικία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Εβραϊκή συνοικία (η), Judeca ή Judaica ή Ghetto (στην Εβραϊκή συνοικία)
Με την έλευση των Βενετών, το Ρέθυμνο ανθίζει εντυπωσιακά. Η άνθιση αυτή θα φέρει στην πόλη, μεταξύ άλλων, και το εβραϊκό στοιχείο. Από την αρχή, άρα, της Βενετοκρατίας πρέπει να πρωτοσχηματίστηκε η Judeca στο Ρέθυμνο, η κλειστή, δηλαδή, και αμιγής εβραϊκή συνοικία (γνωστή και ως Judaica- Ghetto- Εβραϊκή) και τότε είναι που θα παρατηρήθηκε και η μεγαλύτερη ακμή της, λόγω, ακριβώς, και της προστασίας που δεχόταν από τους Βενετούς, που κατενόησαν τη χρησιμότητα αυτής της φυλής στον πλουτισμό και την εμπορική ανάπτυξη των αποικιών τους, εξαιτίας της έμφυτης κλίσης και ικανότητάς της προς την κερδοσκοπία και το εμπόριο.
Από τη Βενετοκρατία έχουμε και την πρώτη γνωστή αναφορά σε εβραϊκό θρησκευτικό θύλακα στην πόλη του Ρεθύμνου. Με απόφαση της βενετικής Γερουσίας, του έτους 1386, παραχωρούνταν στους ρεθεμνιώτες Εβραίους η άδεια ανέγερσης Συναγωγής, με αντάλλαγμα τη συνεισφορά τους στα εκτελούμενα, τότε, έργα στο λιμάνι του Ρεθύμνου. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας η Συναγωγή στεγαζόταν στα ανατολικά της Φορτέτσας, στην περιοχή του Castell Vecchio ή τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή του .
Στα νεότερα χρόνια η συνοικία βρισκόταν δυτικά της πόλης, κοντά στο σημερινό γήπεδο της Σωχώρας και σχεδόν κάτω από τον σημερινό λόφο του Τιμίου Σταυρού και επί Ενετοκρατίας λόφο του Αγίου Αθανασίου ή Φουρκοκέφαλο. Οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν στην ορισμένη γι’ αυτούς συνοικία και από την οποία τους ήταν απαγορευμένο να εξέρχονται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Εδώ υπήρχε και το νεκροταφείο της εν λόγω εβραϊκής κοινότητας (Ισραηλιτικό Νεκροταφείο- Εβραϊκά Μνήματα) , ενώ λίγο δυτικότερα της εβραϊκής συνοικίας υπήρχε και το Οβραίικο Γιοφύρι, παρά το ρέμα που παραρρέει εκεί (ο λόγος, προφανώς, για το ρέμα Γερανιώτικα). Φυσική θεωρούμε και την παρουσία στο ίδιο αυτό σημείο, παρά το ρέμα, και των μουσουλμανικών σφαγείων, ενώ τα σφαγεία των χριστιανών είναι γνωστό ότι βρίσκονταν στην περιοχή του χειμάρρου Καμαράκι.

Ελληνιστικοί Νεώσοικοι [κοιν. Γλίστρες ή Πλύστρες, στις)]
Το έτος 1575 ο διορατικός ρέκτορας του Ρεθύμνου Alvise Lando αναρωτιόταν αν στα δυτικά του Ρεθύμνου υπήρξε κάποτε ένα άλλο λιμάνι, όπως διέκρινε από κάποιους αποβραχισμούς που υπήρχαν. Aργότερα, αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, αφού δύο δίδυμες κατασκευές (λαξευμένοι βράχοι), με κατευθύνσεις από ανατολικά προς τα δυτικά και από βορρά προς νότο, ερμηνεύτηκαν από τους αρχαιολόγους ως νεώσοικοι του λιμανιού της ελληνιστικής Ρίθυμνας, η οποία απλωνόταν στο εσωτερικό του λόφου του Παλαιοκάστρου, του λόφου, δηλαδή, της σημερινής Φορτέτσας. Οι κατασκευές αυτές ακούγονται μέχρι σήμερα από τους Ρεθεμνιώτες ως «Πλύστρες» ή «Γλίστρες» (πβ. τοπωνύμιο). Θεωρώ ότι το κανονικό τοπων. είναι το Γλίστρες, επειδή το μέρος είναι μέσα στη θάλασσα και «γλιστρά» (το επίθημα -ίστρα δηλώνει τον τόπο όπου συντελείται κάτι). Το Πλύστρες μπορεί να λειτουργεί παρετυμολογικά προς το Γλίστρες, παρότι υπάρχει η αντίληψη ότι είχαν λατομηθεί για την κάθοδο των μουλαριών των Στρατώνων στη θάλασσα για πλύσιμο και καθαρισμό τους από τα παράσιτα, κάτι καθόλου απίθανο.
Σε κάθε περίπτωση, οι αρχαίοι Ριθύμνιοι αποδείχθηκαν σοφότεροι των απογόνων τους, των κατοίκων του βενετσιάνικου Rettimo, χωροθετώντας το λιμάνι τους στις δυτικές και όχι στις αμμώδεις ανατολικές ακτές του Ρεθύμνου, με τα γνωστά μέχρι σήμερα προβλήματα προσάμμωσης.

Ελιδάκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ελιδάκι, το (στο Ελιδάκι)
Πρόκειται για τη γνωστή συνοικία στην περιοχή του 3ου Δημοτικού Σχολείου, στην αρχή της οδού Ι. Δημακοπούλου. Η ονομασία προήλθε από δέντρο ελιάς, που υπάρχει και σήμερα και χαρακτηρίζει την περιοχή [πβ., επίσης, στο Ρέθυμνο και τα φυτώνυμα Λεμονέ (στη) και Νεραντζέ, στη].

Επισκοπή{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Επισκοπή, η (στην Επισκοπή) [συνοικία]
Προφανώς, με το όνομα αυτό θα ήταν γνωστή η περιοχή περί το Επισκοπείο της πόλης, που οικοδόμησαν οι Ρώσοι επί Κρητικής Πολιτείας.

Εργοστάσιο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Εργοστάσιο, το (στο Εργοστάσιο)
Στη θέση αυτήν (δυτικά του σημερινού Κολυμβητηρίου) εικονίζεται θέση με την ονομασία «Εργοστάσιο»– προφανώς από την ύπαρξη κάποιας βιοτεχνίας ξύλου ή δέρματος- σε χάρτη του Ρεθύμνου του έτους 1925, υπό Λοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου.

Καινούρια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καινούρια (Πόρτα), η (στη Gαινούργια) [συνοικία]
Με το εν λόγω όνομα, Καινούρια, ακουγόταν συνηθέστερα, ίσως, γειτονιά του Ρεθύμνου, που, όμως, ακουγόταν και με τα ονόματα Μαρμαρόπορτα ή Χανιόπορτα ή Πόρτα του Στρατώνα (τις επί μέρους ερμηνείες αυτών των τελευταίων ονομασιών, βλ. στα λήμματα: «Μαρμαρόπορτα«, των Νεοτέρων Χρόνων και «Γενή Καπί«
των χρόνων της Τουρκοκρατίας).
Σε πολλά, επίσης, συμβόλαια της Κρητικής Πολιτείας συναντήσαμε και συνοικία «Καινούργια Χώρα», που πιστεύουμε ότι αναφέρεται στην εν λόγω συνοικία του Ρεθύμνου.
Ειδικότερα, τη συνοικία αυτήν ο Σταυράκης την αναφέρει ως «Καινούρια», ενώ ο Ρεθεμνιώτης Γενεράλης την αλλάζει σε «Καινούρια Πόρτα». Σχετικά είναι γνωστό ότι μετά το 1870, που κτίστηκε ο νέος στρατώνας, το τείχος στην περιοχή αυτήν κατεδαφίστηκε κι έγινε ένας προμαχώνας και μια πύλη που ονομάστηκε «Καινούρια Πόρτα». Η γειτονιά, λοιπόν, Καινούρια Πόρτα (>Καινούρια) θα ήταν δίπλα σε αυτήν την πύλη, που διακρίνεται σε αρκετά ταχυδρομικά δελτάρια των αρχών του 20ου αιώνα.

Καλαϊτζίδικα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καλαϊτζίδικα, τα (στα Καλαϊτζίδικα)
Aπό το επαγγελματικό kalaycι (τουρκ.)= ο γανωματής χάλκινων μαγειρικών σκευών. Πρόκειται για τη σημερινή οδό Τσουδερών, όπου αφθονούσαν τα καταστήματα του είδους αυτού.

Καμαράκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καμαράκι, το (στο Καμαράκι)
Παρότι ως τοπωνύμιο- μέχρι και τη δεκαετία του ’50 χρησιμοποιούνταν κανονικά- στις μέρες μας τείνει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, μέχρι σήμερα στην ονομασία του παρακείμενου διδακτηρίου, του 2ου Δημοτικού Σχολείου (Καμαράκι) και ως όνομα, επίσης, του χειμάρρου («Καμαράκι»), που καλύφθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δεν είναι, πλέον, ορατός
Ο χείμαρρος «Καμαράκι» έλαβε το όνομά του από τη μικρή γεφυρούλα (καμάρα), που υπήρχε ανέκαθεν- και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. – στη συμβολή των σημερινών οδών Αρκαδίου και Βάρδα Καλλέργη, και απεικονίζεται, σαφώς, στον πίνακα του ανώνυμου Ρεθεμνιώτη ζωγράφου των αρχών του 17ου αιώνα. Το τοπωνύμιο δεν απαντά σε κανένα νοτάριο (βλ. και άλλα στοιχεία στο λήμμα: ρέμα Καμαράκι των Νεοτέρων χρόνων).

Καμάρες{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καμάρες, οι (στσι Καμάρες)
Παρά τη σημερινή οδό Βιβυλάκη (βλ. το ίδιο λήμμα και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Καντονάδα, η (=γωνία) του Σπανδάγου (στη Gαdονάδα του Σπανδάγου)
Πρόκειται για την πλατειούλα μεταξύ των σημερινών ιδιοκτησιών Καλλέργη – Παυλιδάκη – Γάσπαρη, που βρίσκεται μεταξύ της οδού Αρκαδίου και της πλατείας Μητροπόλεως. Πιθανόν, γιατί εκεί δίπλα, επί της οδού Μάρκου Μουσούρου, βρισκόταν στις αρχές του 20ου αιώνα το βιβλιοπωλείο του Αλκιβιάδη Κ. Σπανδάγου.

Καστέλι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Καστέλι, το (στο Καστέλι)
Με την ονομασία Καστέλι, μέχρι και στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, αναφέρεται η περιοχή γύρω από το παλιό, το βενετσιάνικο λιμάνι (κοιν. Μαντράκι), με κεντρικό άξονα της συνοικίας το τελευταίο άκρο της οδού Τσάρου (οδός «Πηγής» επί Κρητικής Πολιτείας) και σήμερα Αρκαδίου. Aντιστοιχεί, προφανώς, στο παλαιότερο Castel Vecchio (βλ. σχετικό λήμμα στα χρόνια της Βενετοκρατίας).
Εδώ συναντούσες τον παλιό Στρατώνα, το κτίριο του Υγειονομικού, το βενετσιάνικο Ρολόι και, τα τελευταία χρόνια, μέχρι και τη δεκαετία του ’50, τη μακαρονοποιία του Π. Γαγάνη και τη βιοτεχνία καλτσών του ίδιου, πάνω, θυμάμαι, στον δεύτερο όροφο του κτίσματος που υψώνεται στη βορινή γωνία Αρκαδίου και Ιουλίας Πετυχάκη.

Κατουρλοσόκακο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Κατουρλοσόκακο, Τσεστροσόκακο, Σεϊτάν Τσαρσί (στο Κατουρλοσόκακο, στο Τσεστροσόκακο) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή πλατεία Τ. Πετυχάκη (Πλάτανο), όπου παλιά, στις αρχές του 20ου αι., υπήρχε οικοδομικό τετράγωνο, που σχημάτιζε δύο στενά. Το ένα- προς το μέρος όπου βρίσκονται σήμερα οι ταβέρνες- ήταν το Κατουρλοσόκακο και, κατ’ ευφημισμόν, Τσεστροσόκακο [= σοκάκι αποχωρητήριο (από ιταλ. il cesso= αποχωρητήριο), προερχόμενο, πιθανόν, από το αρχ. ρ. χέζω> χέστρα> χεστροσόκακο)]. Επίσημα, αυτό το τελευταίο, ονομαζόταν οδός «Σκότους», και το όνομα απηχούσε απόλυτα την πραγματικότητα, γιατί εκεί, σκοτεινό και απόμερο όπως ήταν, φυσικό είναι να «ανακουφίζονταν» οι διαβάτες- σε μιαν εποχή που τα δημόσια ουρητήρια ήταν «προϊόν» άγνωστο για τον τόπο- οπότε, ασφαλώς, θα απέπνεε και τις σχετικές δυσοσμίες «αποχωρητηρίου».
Το άλλο, από την άλλη μεριά (προέκταση της σημερινής Εθνικής Αντιστάσεως), ήταν το «Σεϊτάν Τσαρσί», που στα τουρκικά σημαίνει του «διαβόλου το στενό» [τουρκ. şeytan (= διάβολος) + çarşı (τσαρσί) =αγορά, οδός]. Τον δρόμο αυτόν θυμούνται και σήμερα, ακόμα, οι παλιότεροι, στενό, γύρω στα τρία, μόλις, μέτρα, παράλληλο προς τα Μπιτσαξίδικα (Μαχαιράδικα). (Βλ. κσι στο τοπων. Σεϊτάν Τσαρσί ή Τσεστροσόκακο της Τουρκοκρατίας)

Κεραμειά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Κεραμειά, τα (στα Κεραμειά)
Προφανώς, η εν λόγω τοπωνυμία παραπέμπει, κατά τον Γ.Π. Εκκεκάκη, στο προάστιο «Τσικαλαριά» της Βενετοκρατίας (βλ. σχετικό λήμμα στην εν λόγω ιστορική περίοδο), που, σε σχέδιο του 1559, σημειώνεται και με την ονομασία “Fornas” (= καμίνια για κεραμικά).

Κήπος Πρίγκιπα Γεωργίου«, ο (στο Gήπο του Πρίγκιπα Γεωργίου)
Στη βόρεια πλευρά του βενετσιάνικου λιμανιού υπήρχε ο τουρκικός προμαχώνας, στο δώμα του οποίου είχε δημιουργηθεί ο «Κήπος του Πρίγκηπα Γεωργίου», σε ύψος επτά, σχεδόν, μέτρων από τη θάλασσα (βλ. και λήμμα Γκιουλούμπασης της Τουρκοκρατίας).

Κουμπές{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Κουμπές, ο (στο Gουbέ)
Πρόκειται για τη γνωστή περιοχή δυτικά της πόλης του Ρεθύμνου. Η ονομασία προήλθε από κτίσμα που υπήρχε επί Τουρκοκρατίας στην περιοχή, και λειτουργούσε ως καφενείο, σκεπασμένο με θόλο, κουμπέ (τουρκ. kubbe= θόλος και κουμπελίδικος= ο θολωτός). Το όνομα, στη συνέχεια, επεκτάθηκε σε όλη τη συνοικία.
Ο Simonelli σημειώνει στις περιηγητικές εντυπώσεις του ότι το όνομά της η περιοχή το έλαβε από «ένα είδος άκομψου περιπτέρου, χωρίς καμιά χάρη, όπου οι ταξιδιώτες συνηθίζαν να κάνουν στάση και να ξεκουράζονται για λίγο». Σύμφωνα, επίσης, με την περιγραφή του Τουρκορεθυμνιώτη Μουχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκη υπήρχε ένας θόλος (κουμπές), που στηριζόταν σε τρεις κίονες. Το εν λόγω κτίσμα ήταν, λέγει, πιθανόν, βενετσιάνικο και ήταν ανοικτό. Το δάπεδό του ήταν υπερυψωμένο και γι’ αυτό υπήρχαν τρία σκαλοπάτια σε κάθε ένα από τα ανοίγματα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εν λόγω συνοικίας ήταν το δροσερό νεράκι της πηγής του Κουμπέ, ένα θαύμα κι αυτό της ρεθεμνιώτικης φύσης, που καίτοι αναβρύζει κατ’ ευθείαν μέσα από τη θάλασσα, όμως πηδακίζει έξω ολόγλυκο και υγιεινό. Αυτό το νερό προτιμούσαν οι Ρεθεμνιώτες περισσότερο από κάθε άλλο νερό! Και παραμένει, ακόμα, στη μνήμη των παλιών Ρεθυμνιωτών η εικόνα τού υδροπωλητή Βαγγέλη Ακτουδιανάκη, που πουλούσε, τη δεκαετία τού ’50, στην πόλη μας, με το σταμνί (σαν άλλος μπάρμπα- Γιάννης Κανατάς), το δροσερό και πεντακάθαρο νερό τής πηγής τού Κουμπέ.
Στην περιοχή του Κουμπέ υπήρχε, επίσης, στα νεότερα χρόνια, το αγγλικό Τηλεγραφείο της εταιρείας «Eastern Telegraph Company»- που συνέδεε τηλεγραφικά τις πόλεις της Κρήτης

Λεμονέ{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Λεμονέ, η (στη Λεμονέ)
Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν ΝΔ της Φορτέτσας, όπου σήμερα η πλατειούλα πίσω από το Αστυνομικό Τμήμα Ρεθύμνου. Παλιότερα, στη θέση αυτή βρισκόταν τουρκική φυλακή με χαρακτηριστικό δένδρο λεμονιάς στη μέση του προαυλίου της, απ” όπου και το όνομα [πβ., επίσης, στο Ρέθυμνο και τα φυτώνυμα Ελιδάκι (στη) και Νεραντζέ, στη].

Μακρύ Στενό{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μακρύ Στενό, το (στο Μακρύ Στενό) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή οδό Νικηφόρου Φωκά, που ενώνει την Ηγουμένου Γαβριήλ με τη Μελισσινού. Ο λόγος για την «Ουζούν Γιόλ» της Τουρκοκρατίας, που, στα τουρκικά, αυτό, ακριβώς, σημαίνει: «Μακρύ Στενό». Όπως καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, έτσι και στις αρχές του περασμένου αιώνα η συγκεκριμένη οδός μνημονευόταν και ως ιδιαίτερη συνοικία [βλ. και λήμμα «Ουζούν- Γιόλ« (= Μακρύς Δρόμος) των χρόνων της Τουρκοκρατίας].

Μαντράκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μαντράκι, το (στο Μαdράκι)
Με την ονομασία «Μαντράκι» αναφέρεται η περιοχή γύρω από το παλιό, το βενετσιάνικο λιμάνι. Μαντ(δ)ράκι (= ο πολύ μικρός όρμος), γενικευμένος όρος για πολλά λιμάνια της Ελλάδας. Μανδράκι λέγεται η πρωτεύουσα της Νισύρου, ενώ σήμα κατατεθέν στο λιμάνι της Ρόδου είναι, επίσης, το «Μανδράκι».

Μαρμαρόπορτα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μαρμαρόπορτα ή Καινούρια (Πόρτα) ή Χανιόπορτα (γιατί κοίταζε προς τα Χανιά) ή Πόρτα του Στρατώνα [συνοικία]
Συσσώρευση πολλών ονομασιών που όλες αναφέρονται στην ίδια θέση- δηλαδή αυτήν του σημερινού ΚΤΕΛ και του κλειστού Γυμναστηρίου «Μελίνα Μερκούρη», στη συνοικία του Αγίου Νικολάου- με διαφορετική, όμως, αφετηρία γένεσης της κάθε ονομασίας. Η τελευταία ονομασία προήλθε από τον εκεί παρακείμενο Στρατώνα των Ρώσων {βλ. και Μερμελή Καπή (= Μαρμαρόπορτα) των χρόνων της Τουρκοκρατίας, «Καινούρια« των Νεοτέρων Χρόνων και, σχετικά με την τελευταία ονομασία (Πόρτα του Στρατώνα), συνοικίες Κισλά και Γενή Καπή [=Καινούρια (Πόρτα)] των χρόνων της Τουρκοκρατίας}.

Μασταμπάς{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μασταμπάς, ο (στο Μασταbά)
«Μασταμπάς» (αραβ. Mastampas) είναι η αραβική ονομασία των πυραμιδοειδών τάφων της αρχαίας Αιγύπτου και ειδικότερα των βαθμιδωτών. Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιο τοπωνύμιο στα νεοελληνικά οικωνύμια. Η θέση τής συνοικίας αυτής βρισκόταν εκεί ακριβώς όπου και σήμερα, στην «ανηφορική», δηλαδή, γειτονιά τής πόλης τού Ρεθύμνου, στον δρόμο- έξοδο προς το νότιο τμήμα τού νομού, ανάμεσα τού χειμάρρου Τσάνα (καλυμμένου σήμερα από την οδό Κριάρη) και του χειμάρρου Καμαράκι. Απαντά στο Ρέθυμνο ως συνοικία στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, αλλά και της Τουρκοκρατίας (βλ. το ίδιο λήμμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Μεγάλη Αγορά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεγάλη Αγορά, η (στη Μεγάλη Αγορά) [συνοικία]
Ξεκινούσε από την ανατολική καστρόπορτα (Πύλη της Άμμου) του βενετσιάνικου τείχους της πόλης, στη σημερινή πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη, και κατέληγε στο βενετσιάνικο λιμάνι. Κεντρική αγορά του Ρεθύμνου έβριθε και βρίθει και σήμερα καταστημάτων και καφενείων, όπου συχνάζει ο λεγόμενος «κινητός» κόσμος.

Μεγάλη Βρύση{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεγάλη Βρύση (η) και Βρυσαλάκια, τα (στη Μεγάλη Βρύση ή στα Βρυσαλάκια)
Πρόκειται για την περιοχή της Φοντάνας/ Κρήνης Rimondi της Βενετοκρατίας, που στην Τουρκοκρατία και τα νεότερα χρόνια ακουγόταν και ως «Μεγάλη Βρύση» ή «Βρυσαλάκια» (Εφημ. «Αρκάδιον», φ. της 1-12-1884). Εδώ υπήρχε τεράστιος πλάτανος, απ’ όπου έλαβε και το όνομά της η σημερινή πλατεία του Πλατάνου. Από τον πλάτανο αυτόν οι Τούρκοι κρέμασαν το έτος 1822 τον επίσκοπο Ρεθύμνης Γεράσιμο Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη.

Μεγάλη Πόρτα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεγάλη Πόρτα, η (στη Μεγάλη Πόρτα) [συνοικία]
Πρόκειται για τη γνωστή μέχρι και σήμερα με το ίδιο όνομα συνοικία, για μια από τις πύλες των τειχών, την κεντρικότερη, που κάποτε περιέκλειαν την πόλη του Ρεθύμνου (βλ. και λήμματα «Πύλη Guora« των χρόνων της Βενετοκρατίας και «Ορτά Καπή« της Τουρκοκρατίας). Στην ίδια ευρύτερη περιοχή της Μεγάλης Πόρτας θα πρέπει, επίσης, να αναζητήσουμε και τη συνοικία «Χαρκιδιά« (στα), καθώς και την άλλη μικρή συνοικία που άκουγε στο όνομα: των Σιδηρουργών (βλ. ομώνυμα λήμματα στα Νεότερα Χρόνια).

Μεϊντάνι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεϊντάνι, το (στο Μεϊdάνι)
Πρόκειται για το εμπορικό τμήμα της πόλης, τη σημερινή οδό Κ. Παλαιολόγου και Πρίγκιπος επί Κρητικής Πολιτείας {βλ. σχετικά και στα λήμματα: Δημόσια (publica) Πλατεία, piazza του Ρεθύμνου, των χρόνων της Βενετοκρατίας και Μεϊντάνι [(τουρκ. meydan)= αγορά], των χρόνων της Τουρκοκρατίας}.

Μεζάρια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεζάρια, τα (στα Μεζάρια και στα Μεζαρλίκια)
Τα «Μεζάρια» ή «Μεζαρλίκια» (= τουρκικό νεκροταφείο), καταλάμβαναν τη θέση του σημερινού Δημοτικού Κήπου και επεκτείνονταν και στον σημερινό χώρο στάθμευσης της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων, μέχρι και τον χώρο που κρατά το 3ο Γυμνάσιο- Λύκειο (παλιό Γυμνάσιο Θηλέων).

Μεσαμπελίτισσα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεσαμπελίτισσα, η (στη Μεσαbελίτισσα) [Μονή]
Το τοπωνύμιο είναι παλιό, της Βενετοκρατίας, αλλά το συγκαταλέγουμε και στην παρούσα συγκέντρωση τοπωνυμίων των Νεοτέρων Χρόνων, γιατί και σήμερα- όπως και επί Ενετοκρατίας (αλλά σαφώς σπανιότερα)- η περιοχή συνεχίζει να αποκαλείται και έτσι, ως Μεσαμπελίτισσα. «Επιθυμώ να θαφτώ στη Μεσαμπελίτισσα», ήταν συνήθης φράση διαθετών σε Πράξεις των νοταρίων της Βενετοκρατίας, αλλά και και σήμερα χάριν, περισσσότερο, χαριεντισμού (δες και τα ομώνυμα λήμματα των χρόνων της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας).

Μεσκινιά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μεσκινιά, η (στη Μεσκινιά) [και Λαβοχώρι και Λωβοχώρι, το (κατά Σταυράκη) και Μεσκιναριά, στον χάρτη του Ρεθύμνου (1925) από τον λοχαγό Κ. Παπαθανασίου]
Έτσι ονομαζόταν η περιοχή πάνω από το χριστιανικό νεκροταφείο της πόλης, στη βορινή πλαγιά του σημερινού λόφου του Τιμίου Σταυρού. Η λέξη από το τουρκικο miskin (= λεπρός), γιατί εκεί απομονώνονταν οι λεπροί από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου, όταν μεταφέρθηκαν στη γνωστή Σπιναλόγκα, το, έκτοτε, αποκαλούμενο και «Νησί των Λεπρών». Η συνοικία διατηρεί την ονομασία της μέχρι και σήμερα. (βλ. το ίδιο λήμμα και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Μετόχι τση Καραμουσάδαινας, το (στση Καραμουσάδαινας το Μετόχι)

Η περιοχή εντοπίζεται δεξιά στου «Κόρακα την Καμάρα», στο υψωματάκι πίσω από το κεραμοτουβλάδικο, παλιά, του Τσουρλάκη. Το εν λόγω μετόχι ακουγόταν και ως Μετόχι Μουσά ή Μετόχι Αγίου Ιωάννου, με 7 Μωαμεθανούς κατοίκους, από εκκλησία προφανώς του εν λόγω Αγίου, της οποίας, πάντως, ελάχιστα υπολείμματα διασώζονται σήμερα, καθώς και της λοιπής κτιριακής υποδομής του μετοχίου. Το εν λόγω μετόχι είχε αφιερώσει ο κάτοχός του για τη συντήρηση του τεμένους Καρά Μουσά Πασά, αλλά περί το έτος 1900 βρέθηκε στην κατοχή του Εμμανουήλ Σαουνάτσου και μεταπολεμικά του Σταύρου Πορτάλιου, απ’ όπου το αγόρασε η οικογένεια Τσουρλάκη.
Λίγο μακρύτερα και νοτιοανατολικά της πόλης του Ρεθύμνου βρισκόντουσαν και τα μετόχια: Ρισβάνη (= Μεγάλο Μετόχι), με 8 Μωαμεθανούς κατοίκους και Μετόχι Φουρφουριανού, με 27 Μωαμεθανούς κατοίκους, στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τη «Στατιστική» του Σταυράκη (βλ. οικεία λήμματα).

Μικρή Αγορά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μικρή Αγορά, η (στη Μικρή Αγορά) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή οδό «Εθνικής Αντιστάσεως» (πρώην Κωνσταντινουπόλεως) και ακόμα παλαιότερα (επί Βενετοκρατίας) «Μεγάλη Ρούγα«. Αποτελούσε τη δεύτερη πλατιά στράτα του Ρεθύμνου και το παζάρι της πόλης, που κάθε πρωί πλημμύριζε από τον κόσμο των τεσσάρων επαρχιών του νομού. Το όνομα του κεντρικού αυτού δρόμου της πόλης (Μικρή Αγορά) χρησιμοποιείται και ως όνομα της γύρω από τη Μεγάλη Πόρτα συνοικίας.

Μικρά Χασίλια{ width=
Τουρκοκρατία

Μικρά Χασίλια, τα (στα Μικρά Χασίλια)
Ονομαζόταν η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Νομαρχία Ρεθύμνου. Μικρά Χασίλια ( τουρκ. Küçük Hasıllar), από προσηγ.  Χασίλι (τουρκ. hasil)= η χορτοβοσκή, το τελωνείο και, προφανώς, έχουμε τη γνώμη ότι θα πρόκειται γι’ αυτό το τελευταίο, για τελωνείο, δηλαδή, που με το προσδιοριστικό «μικρά» θα πρέπει να εννοηθεί ότι αφορούσε σε «δευτερεύον» τελωνείο. Και πραγματικά, στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε ο «Φόρος», με ειδικό υπάλληλο, που εισέπραττε, από τους εισερχόμενους από τα δυτικά διαμερίσματα τού νομού Ρεθύμνου στην πόλη χωρικούς, τον δημοτικό φόρο, συνήθως σε λάδι (πβ. και χασιλάκι, το= φόρος γεωργικών προϊόντων).
Πάντως, είναι δυνατή και η ετυμολογική προσέγγιση τής εν λόγω συνοικίας από τουρκ. Χασιλάρ [<επίθ. σταυρωτός, σταυρωτή= που έχει οποιαδήποτε σχέση με τον σταυρό ως θρησκευτικό σύμβολο (λ.χ. εκκλησία τού Τιμίου Σταυρού) ή με μεταφορική σημασία (διασταύρωση δρόμων, ποταμών κ.λπ.) ]. Θεωρώ, όμως, δύσκολη μια τέτοια ταύτιση για την γεωφυσική πραγματικότητα τής περιοχής, αφού ο μεν ναός τού Τιμίου Σταυρού (στον γειτονικό λόφο) χρονολογείται μόλις από το 1935, ενώ η διασταύρωση των δρόμων (Ρεθύμνου- Χανίων με αυτήν την ασήμαντη προς τη σημερινή Νομαρχία οδό) δεν νομίζω ότι αποτελεί ισχυρό έρεισμα για μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση. Σοβαρότερη, λοιπόν, θεωρούμε την πρώτη εξήγηση τού ονόματος που παραθέσαμε, από τον υπάρχοντα, δηλαδή, «Φόρο» στην περιοχή.

Μουσαλά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μουσαλά
Κάτω από τη Φορτέτσα, στον παλιό κήπο του Ιμάμ Πασά, περιοχή γνωστή σήμερα ως Περιβόλα (βλ. περισσότερα στο λήμμα: Μουσαλά ή Ιμάμ Πασά ή Κήπος Ιμάμ Πασά των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Μπαμπά τα Ντουκιανάκια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μπαμπά τα Ντουκιανάκια (στου bαbά τα dουκιανάκια)

Τοποθετούνται στην Καλλιθέα, προς του «Κόρακα την Καμάρα». Ο «μπαμπάς» ήταν ένας Τούρκος δερβίσης γνωστός και σεβαστός απ’ όλους τους Ρεθεμνιώτες του 19ου αιώνα για την καλοσύνη του και την αγαθότητά του.

Μπιτσαξίδικα (τα) ή Τζαγκαράδικα, τα (στα bιτσαξίδικα ή στα Τζαgαράδικα) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή οδό Σουλίου, όπου, στα νεότερα χρόνια, ήταν συγκεντρωμένα τα τζαγκαράδικα του Ρεθύμνου. Όμως, το όνομα Μπιτσαξίδικα [από τουρκ. προσηγορ. biçakçi (μπιτσαξής= ο μαχαιροποιός)] φανερώνει διαφορετική, σε παλιότερη εποχή, χρήση του δρόμου, που θα φιλοξενούσε, προφανώς, μαχαιράδικα (αναντιστοιχία ονόματος- σημαινομένου). Το τοπωνύμιο, καίτοι, ως προς την α” μορφή του (Μπιτσαξίδικα), είναι τουρκικό , είναι μέχρι σήμερα σε χρήση, ιδιαίτερα, όμως, με τη β΄, την ελληνική του, μορφή (ως Τζαγκαράδικα).

Νεραντζέ{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Νεραντζέ, η (στη Νεραντζέ) [συνοικία]
Το όνομα από ομώνυμο δέντρο νεραντζιάς που φυόταν, κατά τον 19ο αιώνα, στην εν λόγω περιοχή. Στις μέρες μας ακούγεται, κυρίως, ως Τζαμί της Νεραντζές, όπου, ως γνωστόν, λειτουργεί ο «Σύνδεσμος Διαδόσεως Καλών Τεχνών» και το Παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου. Ο λόγος για τον βενετσιάνικο ναό της Santa Maria, αρχικά καθολικό της Μονής των Αυγουστινιανών μοναχών, που μετατράπηκε σε τζαμί από τον Γαζί Ντελί Χουσεϊν Πασά, τον κατακτητή του Ρεθύμνου, στα 1646 (πβ. και τις φυτωνυμικές, επίσης, συνοικίες Λεμονέ και Ελιδάκι)

Νοσοκομείο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Νοσοκομείο, το (στο Νοσοκομείο) [συνοικία]
Πρόκειται για την περιοχή γύρω από το ρωσικό νοσοκομείο, μετά τη ανέγερσή του από τους Ρώσους και τη δωρεά του από τον Αυτοκράτορα Νικόλαο Β΄, διά του γενικού προξένου της Ρωσίας, στους κατοίκους του Ρεθύμνου (εγκαίνια 6 Μαΐου 1899, από τον Πρίγκιπα Γεώργιο, στα χέρια του οποίου παραδόθηκε από τον γενικό πρόξενο της Ρωσίας το δωρητήριο έγγραφο).

Νταουλχανί{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Νταουλχανί [συνοικία φρουρίου Φορτέτσας]
Βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το σημειώνουμε, όμως, και στην παρούσα θέση, των Νεοτέρων Χρόνων, γιατί το εντυπωσιακό όσο και άγνωστο αυτό τοπωνύμιο της Τουρκοκρατίας το εντοπίσαμε σε συμβολαιογραφική πράξη και των Νεοτέρων Χρόνων (επί Κρητικής Πολιτείας).

Ορφανοτροφείο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ορφανοτροφείο, το (στ’ Ορφανοτροφείο) [συνοικία]
Ο λόγος για το κτίριο του σημερινού Μουσικού Σχολείου (βλ. και λήμμα: «Χασάν Μπαμπάς« της Τουρκοκρατίας και των Νεοτέρων χρόνων).

Παγοποιεία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Παγοποιεία, τα (στα Παγοποιεία)
Παλιότερα, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, εδώ υπήρχαν τα Παγοποιεία, που έφτιαχναν πάγο, που διανεμόταν ως «κολόνες», στους κατοίκους της πόλεως για τα ψυγεία πάγου της εποχής εκείνης.

Περβόλα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Περβόλα, η (στη bερβόλα)
Στην εν λόγω Περβόλα, νοτίως της οδού Δημακοπούλου, που σήμερα είναι πυκνά δομημένη περιοχή, κατά τις δεκαετίες του ’50- ’70 συνέχιζαν να είναι εμφανή τα τείχη της Βενετοκρατίας, ενώ ακόμα και σήμερα σε σημεία νοτίως του 3ου Δημοτικού Σχολείου συνεχίζουν να παρατηρούνται κάποια υπολείμματα των τειχών. Η Περβόλα υπήρξε χώρος αναψυχής για τα παιδιά της γύρω περιοχής μέχρι και τη δεκαετία του εβδομήντα, οπότε άρχισε η οικοδόμησή της.

Περβόλα του Λυκούργου{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Περβόλα του Λυκούργου, η (στη bερβόλα του Λυκούργου)
Ο λόγος για την περιοχή όπου υπάρχει σήμερα ο χώρος στάθμευσης της οδού Μελισσινού, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου. Στο όνομα [(β” συνθ.) του τοπωνυμίου], υποδηλώνεται ο Λυκούργος Καφάτος, εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Ρεθύμνου, νεότερος ιδιοκτήτης του γνωστού μας από τον Εμμ. Γενεράλη «Κήπου (=Περβόλας) του Ιμάμ Πασά» (βλ. και συνοικία «Ιμάμ Πασά» ή «Κήπος Ιμάμ Πασά» ή «Μουσαλά» ή «Περβόλα» των χρόνων τής Τουρκοκρατίας).

Περδίκη Μετόχι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Περδίκη Μετόχι, το (στου Περδίκη το Μετόχι).
Προφανώς πρόκειται για οικογενειακό «Περδίκης», με προέλευση από το ζωικό βασίλειο και πιο συγκεκριμένα από το πουλί πέρδικα. Πβ. και το «Περδικάρης» [= ο άνθρωπος που ανακαλύπτει και συλλαμβάνει (ζωντανή ή νεκρή) την πέρδικα], σύνηθες οικογενειακό στα χρόνια τής Ενετοκρατίας, αφού απαντά επανειλημμένα στους νοταρίους. Εδώ βρίσκεται ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ευτυχίου.

Πεταλάδικα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Πεταλάδικα (τα) ή Σωμαράδικα, τα (στα Πεταλάδικα ή στα Σωμαράδικα) [συνοικία]
Βρίσκονταν στη σημερινή οδό Τζάνε-Μπουνιαλή, 1η πάροδο (αριστερά) της Εθνικής Αντιστάσεως (Μικρής Αγοράς), στην οποία, μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρχαν τα πεταλάδικα και τα σαμαράδικα της πόλης.
Σε δύο, τουλάχιστον, συμβολαιογραφικές πράξεις των τελευταίων ετών της Τουρκοκρατίας (1899), συναντήσαμε οδό «Δερμάτων», παντελώς άγνωστη σήμερα και μη καταγεγραμμένη. Κατά λέξη, στις πράξεις αυτές, σημειώνεται: «εν τω καταστήματι του εφκαφίου, κειμένου κατά την συνοικίαν «Μεγάλη Πόρτα», οδός «Δερμάτων», εν τω περιβόλω τού Τζαμίου…» .
Την οδό «Δερμάτων» ταυτίζουμε με τα εν λόγω Πεταλάδικα, σημερινή οδό Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, για τα σαγματοποιεία (σαμαράδικα) που, επίσης, υπήρχαν εκεί. Πιθανόν, όμως, και να συνέχιζε ανατολικά, στην οδό, δηλαδή, Τομπάζη, και αυτό λόγω της αναφοράς που γίνεται στη συμβολαιογραφική πράξη, «εν τω περιβόλω τού Τζαμίου», που, προφανώς, αναφέρεται στο εκεί τζαμί της Βαλιδέ Σουλτάνας.

Πλάτανος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Πλάτανος, ο (στο bλάτανο) [συνοικία]
Η γνωστή μέχρι και σήμερα, με το ίδιο όνομα, πλατεία, παράλληλα προς το νεότερο όνομά της πλατεία Τίτου Πετυχάκη. Ο Πλάτανος, παλιότερα, ακουγόταν και ως «Σιντριβάνι», για το σιντριβάνι που είχε τοποθετήσει εκεί ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης (περί το έτος 1930).

Πρεβελιανό Κονάκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Πρεβελιανό Κονάκι, το (στο Πρεβελιανό Κονάκι)
Βρισκόταν παραπλεύρως του παλαιού Δεσποτικού, παρά τον μητροπολιτικό ναό, και ήταν- όπως δηλώνεται από το όνομα- ιδιοκτησία της Ι. Μονής Πρέβελη.

Σαρακήνα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σαρακήνα, η (στη Σαρακήνα) [συνοικία]
Πρόκειται για τη γνωστή μας ανηφορική συνοικία του Ρεθύμνου, σκαλωμένη αριστερά του κεντρικού δρόμου Ρεθύμνου- Χανίων (παλαιάς εθνικής οδού), στο ύψος της συνοικίας του Αγίου Νικολάου. Λέγεται πως στα χρόνια των κουρσάρων την κατοικούσαν Άραβες Σαρακηνοί (απ” όπου και το όνομα), που από εδώ εφορμούσαν για τα νησιά των Κυκλάδων.
Εθνικό Σαρακηνοί (= οι κακοί δαίμονες), θλιβερή ανάμνηση της τυραννίας των Σαρακηνών και των επιδρομών τους στην Κρήτη κατά τον 9ο και 10ο αι. και στα χρόνια των Σταυροφοριών. Ελάχιστα, πάντως, είναι τα ίχνη αραβικών επιδράσεων που εναπέμειναν στη γλώσσα του κρητικού λαού. Το όνομα «Σαρακηνός» έχει σχέση προς το αραβ. sarq (= ανατολή ηλίου), που αναφερόταν στην εξ Ανατολών προέλευση αυτών των Μουσουλμάνων νομάδων.

Σεϊτάν Τσαρσί{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σεϊτάν Τσαρσί (τουρκ. şeytan= διάβολος + çarşı =αγορά, οδός) ή Τσεστροσόκακο [συνοικία]
Βλ. το ίδιο τοπων. στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Σιδηρουργών{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σιδηρουργών, των (στω Σιδηρουργώ) [συνοικία]
Πρόκειται για τη σημερινή οδό Ηγουμένου Μελχισεδέκ, που ενώνει τη Γοβατζιδάκη με την Τζάνε Μπουνιαλή (Πεταλάδικα). Το όνομα, ασφαλώς, εκ του σιναφιού των σιδηρουργών, που είχε εκεί τα καταστήματά του (βλ., επίσης, και λήμμα: Μεγάλη Πόρτα).

Σκάρπα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σκάρπα, η (στη Σκάρπα) [θέση]
Σύμφωνα με τον Περβολιανό δάσκαλο, αείμνηστο Δημ. Βιβυλάκη, η Σκάρπα βρισκόταν «στην άκρα της προκυμαίας», εκεί, προφανώς, όπου άρχιζε η εκτεταμένη αμμουδιά. Η εν λόγω περιοχή το όνομά της- σύμφωνα με την ετυμολογία τής ιταλ. λέξης «σκάρπα» (η) – το οφείλει, μάλλον, στο τείχος που υπήρχε εκεί στα χρόνια της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, [ιταλ. scarpa= οι (διευρυμένες με κλίση) βάσεις τείχους ή οχυρώματος].
(Βλ. και τοπων. «Μπαλτά« των χρόνων της Τουρκοκρατίας)

Σκοπευτήριο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σκοπευτήριο, το (στο Σκοπευτήριο)
Ο Σταύρος Ρήγας ήταν ένας από τους δέκα αξιωματικούς που είχε στείλει η ελεύθερη Ελλάδα στην Κρητική Πολιτεία, προκειμένου να οργανώσουν την Κρητική Πολιτοφυλακή, η οποία, αργότερα, στους Βαλκανικούς Πολέμους, έμελλε να πετύχει πραγματικά θαύματα. Ο Στ. Ρήγας, κατά τη διαμονή του στην πόλη μας, είχε την πρωτοβουλία της ίδρυσης- στο μέρος αυτό της Αγίας Φωτεινής, στη δυτική πλευρά τού Γαλλιανού ποταμού- του Σκοπευτηρίου της πόλης, για να γυμνάζεται σε αυτό η νεολαία του Ρεθύμνου στην ελεύθερη σκοποβολή. Σκοτώθηκε ως Συνταγματάρχης το έτος 1921 στό Ουσάκ της Μ. Ασίας.
Ο ίδιος, ο Στ. Ρήγας, είναι αυτός που έκτισε, γύρω στα 1910, τον παλιό ναό της αγίας Φωτεινής, κατόπιν εύρεσης, κατά θαυματουργικό τρόπο, της εικόνας της αγίας Φωτεινής στον χώρο της παλαιάς εκκλησίας, εκεί περί το Σκοπευτήριο του Ρεθύμνου (βλ. και λήμμα Αγία Φωτεινή των Νεοτέρων Χρόνων).

Στρατώνες{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Στρατώνες, οι (στους Στρατώνες) [συνοικία]
Εικονίζονται στη θέση αυτήν σε χάρτη του Ρεθύμνου του έτους 1925, υπό Λοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου.
Πρόκειται, βέβαια, για τον λεγόμενο «Στρατώνα των Ρώσων», ένα περήφανο και εξίσου μεγαλοπρεπές, με αυτό της σημερινής Νομαρχίας, κτίριο, που επονομάσθηκε έτσι (δηλαδή «Στρατώνας»), γιατί σε αυτόν διέμειναν οι Ρώσοι στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας [βλ. περισσότερα στα λήμματα: «Κισλά« (τουρκ. kιşla= στρατώνας) των χρόνων της Τουρκοκρατίας και «Καινούρια« και «Μαρμαρόπορτα« των Νεοτέρων Χρόνων].

Σφαγεία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σφαγεία, στα (στα Σφαγεία)
Λίγο δυτικότερα της Εβραϊκής Συνοικίας (Judeca) (βλ. λήμμα) υπήρχε και το Οβραίικο Γιοφύρι (βλ. λήμμα), παρά το ρέμα που παραρρέει εκεί, ενώ φυσική θεωρούμε και την παρουσία στο ίδιο αυτό σημείο, παρά το ρέμα, και των εν λόγω Μουσουλμανικών Σφαγείων, ενώ τα σφαγεία των χριστιανών είναι γνωστό ότι βρίσκονταν στην περιοχή του χειμάρρου «Καμαράκι« (ορισμός θέσης κατά προσέγγιση) (Βλ. και λήμμα: Χασαπιά).

Ταμπακαριά, τα (στα Ταbακαριά) ή Μανουριανά, τα (στα Μανουριανά) [συνοικία]
Τα «Ταμπακαριά» (τουρκ. tabak= βυρσοδεψεία) βρίσκονταν στην αρχή της σημερινής Θεοτοκοπούλου, παρά το ρέμα, μάλλον, Συνατσάκη, απ’ όπου και μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Κουμπέ. Τη συνοικία αυτήν, στην περιοχή Συνατσάκη, με το όνομα Ταμπακαριά, πρέπει να προσδιορίσουμε πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η εν λόγω συνοικία «Ταμπακαριά» (και «Δαμπακαριά» επί το… λογιότερον) πρέπει να ακουγόταν και με το όνομα «Μανουριανά» (από οικογ., προφανώς, Μανουράς της εν λόγω περιοχής), όπως διαβάζουμε στην εφημ. «Επιθεώρησις» της 29-11-1904 («διά την κατασκευήν μίας μικράς γεφύρας και επισκευής της οδού της ενούσης τα «Ταμπακαριά» ή «Μανουριανά» με την πόλιν»), σε συνδυασμό με την εφημ. «Επιθεώρησις», της 6-3-1905, όπου- για το ίδιο προφανώς έργο, που συνεχιζόταν- σημειώνεται: «κατασκευή οχετού και βατής οδού, διά την συγκοινωνίαν πόλεως Ρεθύμνης και της συνοικίας Δαμπακαριά».

Τετρακατοικίες{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Τετρακατοικίες, οι (στσι Τετρακατοικίες)
Έτσι, ονομάζονταν οι οκτώ πετρόκτιστες «τετρακατοικίες» των βομβοπλήκτων (Γερμανική Κατοχή, 1940-44), ανέπαφες από το χρόνο και τη μόδα της …αντιπαροχής, που συναντούμε δεξιά του δρόμου, ανηφορίζοντας τη Νικολάου Ασκούτση, από τη λεωφόρο Κουντουριώτη προς το 2ο Γυμνάσιο- Λύκειο.

Τοπ- Αλτί{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Τοπ Αλτί [πολλές συνοικίες της πόλης]
Βλ. το ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου και ορίζουμε το «τοπ αλτί» του φρουρίου πόλεως Ρεθύμνου. Ο όρος «τοπ αλτί» (λόγω του ειδικού χαρακτήρα του) χρησιμοποιούνταν πολύ και σε πολλά σημεία της πόλης του Ρεθύμνου- μέχρι και τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας- προς προσδιορισμό του χώρου (βλ. λήμμα: «Τοπ Αλτί», στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Τσικούρ Μποστάν{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Τσικούρ Μποστάν [συνοικία]
Βρισκόταν βόρεια της πόλης, κάτω από τη Φορτέτσα, όπου υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ο Σταυράκης την αποκαλεί Τσικούρ Μποστάμι. Σε συμβόλαια της Κρητικής Πολιτείας γίνεται, ακόμα, συχνότατη χρήση τής εν λόγω συνοικίας (βλ. σχόλιο στο ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Τσίτσο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Τσίτσο [συνοικία]
Η συνοικία αυτή περιλάμβανε τον Μητροπολιτικό ναό , την επισκοπή, μέχρι και την Αγία Βαρβάρα. Επί Κρητικής Πολιτείας, στα νότια άκρα τής εν λόγω συνοικίας βρισκόταν η οδός «Τειχών» (σημερινή «Γερακάρη»). Ο Σταυράκης την αποκαλεί «Τσίτσος» (βλ. περισσότερα στο ίδιο λήμμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας).

Φόρος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Φόρος, ο (στο Φόρο) [συνοικία]
Φόρος μαρτυρείται στο σημείο αυτό όπου ενωνόταν ο Αι- Βασιλειώτικος δρόμος με τον δρόμο που κατεβαίνει από τον Μασταμπά (σημερινή Κονδυλάκη), όπου υπήρχε μία παράγκα με ειδικό υπάλληλο, που εισέπραττε από τους εισερχόμενους στην πόλη χωρικούς (των νοτίων διαμερισμάτων του νομού Ρεθύμνου), τον δημοτικό φόρο, συνήθως σε λάδι (πβ. τα σημερινά διόδια στις μεγάλες εθνικές οδούς).
Βλ. και τα λοιπά λήμματα Φόρος (Μεσκινιάς, στη Μεσαμπελίτισσα) και στη ανατολική είσοδο της πόλης (περιοχή Συνατσάκη).

Φόρος{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Φόρος, ο (στο Φόρο) [συνοικία]
Φόρος υπήρχε σε αυτόν τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην πόλη από τα Δυτικά χωριά της επαρχίας Ρεθύμνου. Αυτός ο Φόρος βρισκόταν απέναντι από τη Μεσκηνιά (Λωβοχώρι), στη Μεσαμπελίτισσα, στους πρόποδες του σημερινού Τιμίου Σταυρού. Φόρος, επίσης, μαρτυρείται και στην ανατολική έξοδο τής πόλης, περιοχή Συνατσάκη, όπου η συμβολή των οδών Κουντουριώτη- Γιαμπουδάκη ( βλ. γι” αυτόν στα τοπωνύμια περιοχής Καλλιθέας- Περιβολίων), ενώ και τρίτος Φόρος μαρτυρείται στο σημείο όπου ενωνόταν ο Αι- Βασιλειώτικος δρόμος με τον δρόμο που κατεβαίνει από τον Μασταμπά (σημερινή Κονδυλάκη).

Φορτέτσα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Φορτέτσα, η (στη Φορτέτσα) [συνοικία]
Φορτέτσα [από ιταλ. fortezza (= φρούριο) <λατ. fortitia < fortis (= ισχυρός, δυνατός)] ονομάζεται η ακρόπολη της πόλης του Ρεθύμνου, που μέχρι το 1881 είχε 744 Μωαμεθανούς κατοίκους και μόνο μία χριστιανή. Προφανώς, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες (η ύδρευση γινόταν από δεξαμενές) και γι’ αυτό σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίστηκαν τα κτίρια του φρουρίου, των οποίων τα υπολείμματα απομακρύνθηκαν ως μπάζα το 1972.
(Βλ., επίσης, και τα λήμματα: «Φορτέτσα» των χρόνων της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας και «Ιτς Καλέ» των χρόνων της Τουρκοκρατίας).

Χαράκια του Γκιουλούμπαση, τα (στα Χαράκια του Gιουλούbαση) [τοποθεσία]
Στην παραθαλάσσια αυτήν περιοχή, στη δεκαετία του ’30, από ένα βραχάκι μέσα στη θάλασσα, το «Μυτερό», τα παιδιά ασκούνταν και χαίρονταν τις βουτιές τους. Ο Γ. Δαλέντζας (Χρονικά του Ρεθέμνου, 1958, 125) αναφέρει εικοσάδα όλη ονομάτων, τα οποία η φαντασία των παιδιών, παρανομιάζοντας, συνήθως, προσήψε στους καίριους μεγάλους βράχους της ακτής του Γκιουλούμπαση, όπως: Χαράκα, Χαμάμα, Σκίστρα, Μπαλί, Χοιρόλακκος, Χαμαμάκι, Γκόλφω, Μεγάλη Σέλλα, Χαράκα, Κακοπέρατος, του Χατζή ο Κάβος, Μανουσάκι, Κασέλα, του Δαφνομήλη η Λίμνη, Μυτερό.

Χασάν Μπαμπάς{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χασάν Μπαμπάς, ο (στου Χασάν Μπαμπά)
Χασάν Μπαμπάς [από Hasan (τουρκ. όνομα) + baba (= πνευματικός καθοδηγητής)], Εδώ ήταν ο τεκές (=μοναστήρι) Τούρκου ιερωμένου με το όνομα Χασάν Μπαμπάς, των αιρετικών μουσουλμάνων μπεκτασήδων, που οικοδομήθηκε το έτος 1870 και κατεδαφίστηκε το έτος 1923, για να κτιστεί στη θέση του το Ορφανοτροφείο. Παλιά, επί Βενετοκρατίας, λέγεται ότι εδώ υπήρχε βενετσιάνικο βρεφοκομείο.

Χαλάστρα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χαλάστρα, η (στη Χαλάστρα) [συνοικία]
Μικροσυνοικία της προκυμαίας, με κέντρο τη σημερινή οδό Αντ. Μελιδόνη, που ενώνει την προκυμαία με την οδό Αρκαδίου. Εδώ, κατά διαστήματα, στεγάστηκαν στο βακουφικό κτίριο του παλαιού Δημαρχείου (1915- 1970), το ίδρυμα «Σταύρου Καλλέργη», η Χορωδία του Δήμου Ρεθύμνου κ.λπ. Εδώ βρισκόταν και το μέγαρο του Αλή Γιαζιτζή (όπου επί τουρκοκρατίας το Αγγλικό Τηλεγραφείο).

Χαράκια τ’ Άι- Σπυρίδωνα, τα (στα Χαράκια τ’ Άι- Σπυρίδωνα) [τοποθεσία]
Έτσι ονομαζόταν ή βραχώδης περιοχή κάτω από τον Άγιο Σπυρίδωνα (Φορτέτσας) μέχρι την οδό Μελισσινού.

Χαρκιδιά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χαρκιδιά, τα (στα Χαρκιδιά) [συνοικία]
Στην ευρύτερη περιοχή της συνοικίας «Μεγάλη Πόρτα», σε συμβόλαιο των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας σημειώνεται και στενότερη περιοχή με το παραπάνω όνομα «Χαρκιδιά», που, προφανώς, θα αφορούσε στα μέχρι πρόσφατα ονομαζόμενα «Πεταλάδικα», όπου υπήρχαν, επίσης, άφθονα και του είδους αυτού καταστήματα (χαρκιάδικα), πλάι- πλάι στα πεταλάδικα. Στο εν λόγω συμβόλαιο σημειώνεται κατά λέξη: «οικία εντός της πόλεως Ρεθύμνης, εις συνοικίαν «Μεγάλη Πόρτα, στα Χαρκιδιά».

Χασαπιά{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χασαπιά, τα (στα Χασαπιά) [συνοικία]
Η περιοχή των κρεοπωλείων (1894- 1961) στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων της πόλεως. Λεπτομερή καταγραφή των Χασαπιών του Ρεθύμνου έχει κάνει με το βιβλίο του «Τα Χασαπιά του Ρεθύμνου και όχι μόνο», Ρέθυμνο 2005, σ. 230, ο δικηγόρος Χάρης Παπαδάκης.

Χιόστακ{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χιόστακ [πλατεία]
Ονομαζόταν η πλατεία στην προκυμαία, μπροστά από το Λύκειο των Ελληνίδων, αλλά και όλος ο παραλιακός δρόμος (σημερινή Ε. Βενιζέλου) μέχρι, τουλάχιστον, το έτος 1946 (όπως φαίνεται από χάρτη του Λιμενικού Ταμείου Ρεθύμνου, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1946), γιατί με εντολή του Θεοδώρου ντε Χιόστακ, Διοικητή των Ρωσικών Δυνάμεων στο Ρέθυμνο, αποφασίστηκε η κατασκευή με επιχωμάτωση αυτού του πρώτου τμήματος της προκυμαίας, προς διεύρυνση του χώρου φορτοεκφόρτωσης του εκεί υπάρχοντος λιμένος (Ημερήσια διάταξη, αρ. 26, της 17 Νοεμβρίου 1898, παραγρ. 6).
Στην πλατεία αυτήν ανευρίσκουμε σήμερα την «αποβάθρα» (βλ. λήμμα).

Χοχλάδα{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Χοχλάδα, η (στη Χοχλάδα) [τοποθεσία]
Έτσι ονομαζόταν η ακτή κάτω από την εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνα (Φορτέτσας), όπου, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, οι Ρεθυμνιώτες συνήθιζαν να απολαμβάνουν τα καλοκαιρινά θαλάσσια λουτρά τους.

Κεραμείον{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Κεραμείον, το (στα Κεραμεία)
Εικονίζεται στη θέση αυτήν σε χάρτη του Ρεθύμνου του έτους 1925, υπό Λοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου.
Το τοπων. βρίσκεται σε λόγια μορφή, όπως έχει στον χάρτη του έτους 1925. Στη γλώσσα, όμως, του λαού το εν λόγω αρκετά συχνό τοπων. θα πρέπει, πιστεύουμε, να ακολουθούσε τη γνωστή λαϊκή εκφορά «Κεραμειά» (τα), που τον λόγο του έχει στην ύπαρξη στην περιοχή κεραμοποιείου= εργαστηρίου ειδών κεραμεικής. Πρόκειται για το γνωστό στους παλιούς Ρεθυμνιώτρες «κεραμιδαριό» του Τσουρλάκη, που λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα,

Μπαμπά τα Κεντράδια{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Μπαμπά τα Κεντράδια, του (στου bαbά τα Κεdράδια)
Για το όνομα του ιδιοκτήτη (Μπαμπά), πβ. τα λήμματα: «Μπαμπά τα Ντουκιανάκια» (Καλλιθέα) και «Χασάν Μπαμπάς» (σημερινό Μουσικό Γυμνάσιο), στα Χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ως προς το β΄ συνθετ. κεντράδι, το (πληθ. κεντράδια, τα), είναι το ελαιόδεντρο που εμβολιάστηκε πρόσφατα, το νεαρό ελαιόδεντρο. Υποκ. του αρχ. κέντρ-ον= οξύ άκρο, Πβ. και ρ. «κεντρίζω» (για δέντρα)= εμβολιάζω.

Νεκροταφείο{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Νεκροταφείο, το (στο Νεκροταφείο)
Ο λόγος για την περιοχή του σημερινού νεκροταφείου της πόλης (βλ. σχετικά στα λήμματα: Μεσαμπελίτισσα (μονή) της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, παρά τους πρόποδες του Τ. Σταυρού).

Σαουνάτσου Αγροικία{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σαουνάτσου Αγροικία, η (στου Σαουνάτσου την Αγροικία)
Εικονίζεται στη θέση αυτήν σε χάρτη του Ρεθύμνου του έτους 1925, υπό Λοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου.
Ο Γεώργιος Σαουνάτσος υπήρξε αλτρουιστής γιατρός και φαρμακοποιός στο Ρέθυμνο. Ήταν γιατρός των φτωχών και ανήμπορων. Επί εικοσαετία άμισθος γιατρός του Νοσοκομείου Ρεθύμνου πέθανε στη φτώχεια. Διετέλεσε τρεις φορές βουλευτής του νομού Ρεθύμνου, δύο επί Κρητικής Πολιτείας και μία μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα,

Σιναμεκή{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Σιναμεκής, ο (στου Σιναμεκή)
Το πιθανότερο, το τοπων. από την εκφορά του σε γεν. κτητική, να έχει σχέση με άγνωστο, μάλλον τουρκικό, οικογενειακό ή βαπτιστικό, όνομα ιδιοκτήτη της περιοχής. Πιθανόν από το Sinan Ağa= Σινάν Αγάς, αλλά πιθανότερο το τοπων. να σχετίζεται με όνομα Σιναμέκ-ζαντέ Μεχμέτ Μπέι, νεκρού αναγραφόμενου σε επιτύμβια στήλη(με αρ. 65), προερχόμενη από το τζαμί της Μεγάλης Πόρτας και φυλασσόμενης στο τζαμί Καρά Μουσά Πασά, οδός Αρκαδίου (αρ. ευρετ. 28ης Ε.Β.Α. 175), στην οποία και αναγράφεται η παρακάτω θρηνητική φράση:
«…αν αναλογιστείς τα εγκόσμια με φιλοσοφική διάθεση, θα διαπιστώσεις ότι ο θάνατος καθαυτός φανερώνει το μάταιο της ύπαρξής μας. Ο Σιναμέκ- ζαντέ μπέι το γνώριζε αυτό στη ζωή του… γι” αυτό ο λαός όλος του Ρεθύμνου κλαίει και θρηνεί… Οκτώβριος 1879». Οπότε, Σιναμέκ> Σιναμεκής> στου Σιναμεκή.

Τεκές{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Τεκές, ο (στο dεκέ)
Το εν λόγω τοπων. προέρχεται από συμβόλαιο του 1960. Το πιθανότερο να έχει την αναφορά του  στον τεκέ του «Χασάν Μπαμπά», ονομασία την οποία, φαίνεται, γενίκευαν, σε παλαιότερες εποχές, σε μιαν αρκετά εκτεταμένη περιοχή, αφού το ίδιο τοπωνύμιο συναντήσαμε και στο «Κολονάκι», σε άλλο συμβόλαιο της ίδιας εποχής (1960). Και βεβαια, τα τοπωνύμια αυτά δεν ειναι του 1960, αλλά εκ μεταγραφής των συμβολαίων πρέπει να προέρχονται από πολύ παλιότερες εποχές.
Το ότι πρόκειται για τον «τεκέ» του «Χασάν Μπαμπά» ενισχύεται και από το παρακείμενο τοπωνύμιο του «Μπαμπά τα Κεντράδια«

ρέμα Καμαράκι{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ε ν τ ό ς τ η ς π ό λ η ς:

Ρ έ μ α  Κ α μ α ρ ά κ ι
Σήμερα καλύπτεται από την οδό Βάρδα Καλλέργη και την προέκτασή της προς τα νότια, την οδό Δημοκρατίας, που, παλαιότερα, αποτελούσαν την κοίτη τού εν λόγω χειμάρρου, που κατεβαίνει από τον λόφο του Εβλιγιά. Συχνά ο χείμαρρος αυτός, πριν καλυφθεί, στις μεγάλες νεροποντές του χειμώνα, πλημμύριζε και δημιουργούσε μεγάλες καταστροφές στην πόλη. Δυστυχώς, το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε και στις μέρες μας- παρά τις τεχνικές κατασκευές που έχουν γίνει- δύο φορές, το 1986 και το 1991, την 28η Οκτωβρίου 2003 και τον Δεκέμβριο τού 2006, λόγω των μπάζων και των απορριμμάτων που πετάγονται στα σημεία όπου ο χείμαρρος παραμένει ακάλυπτος. Σε παλιότερες εποχές, καταστροφικές πλημμύρες, από τον εν λόγω χείμαρρο, μαρτυρούνται και κατά τα έτη: 1590, 1917, 1920 και 1928.
Ο χείμαρρος «Καμαράκι»- που καλύφθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δεν είναι, πλέον, ορατός έλαβε το όνομά του από τη μικρή, προφανώς, γεφυρούλα (καμάρα), που υπήρχε ανέκαθεν- και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. – στη συμβολή των σημερινών οδών Αρκαδίου και Βάρδα Καλλέργη, και απεικονίζεται, σαφώς, στον πίνακα του ανώνυμου Ρεθεμνιώτη ζωγράφου των αρχών του 17ου αιώνα, σε μιαν εποχή, δηλαδή, που δεν είχε, ακόμα, δημιουργηθεί η βόρεια οικοδομική γραμμή της οδού Αρκαδίου. Η τοπωνυμία δεν απαντά σε κανένα νοτάριο.
Κατά πληροφορία του συνεργάτη μας κ. Θεοδώρου Πελαντάκη,  ο χείμαρρος πρέπει να είχε παλιά και άλλο όνομα, το παντελώς άγνωστο στους σημερινούς Ρεθυμνιώτες, «Πλατωνικός ποταμός». Με το όνομα αυτό αναφέρεται στη Γεωγραφία τού Μελετίου, όπου, κατά λέξη, σημειώνεται: «Ρίθυμνα, κοινώς Ρέθυμο (sic), κειμένη εις τας εκβολάς τού Πλατωνικού ποταμού» [Μελετίου, Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, τ. Γ΄, Εν Βενετία 1807, (έκδοση Δευτέρα υπό Ανθίμου Γαζή τού Μηλιώτου), 33]. Το όνομα ο κ. Πελαντάκης το αποδίδει στην ύπαρξη, νότια τής πόλης, περιοχής με το όνομα «Ελληνικά» (βλ. σχετ. τοπωνύμιο, στα Αγροτικά Τοπων. της Αστικής περιοχής του Ρεθύμνου), από την οποία διέρχεται ο ποταμός.
Στα Νεότερα χρόνια εδώ, στο «Καμαράκι», βρίσκονταν τα χοιροσφαγεία τής πόλης και ένα- δυο βυρσοδεψεία, που υποβάθμιζαν σοβαρά την περιοχή, μέχρι που μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Κουμπέ, δυτικά της πόλης.
[Βλ. και το ομώνυμο τοπων. «Καμαράκι», τόσο στους Νεότερους Χρόνους (που αφορά στην γύρω περιοχή του εν λόγω ρέματος), όσο και στο κεφάλαιο: «Αγροτικά Τοπωνύμια της σημερινής Αστικής Περιοχής τού Ρεθύμνου», που αφορά σε άλλο «Καμαράκι» του ποταμού Κόρακα].

ποταμός Τσάνας{ width=
Νεότεροι Χρόνοι

Ποταμός Τσάνας (παρά τη Μεσαμπελίτισσα)
Ο ποταμός καλύπτεται σήμερα από την οδό Κριάρη. Το πιθανότερον είναι ότι πρόκειται για το βενετσ. προσωπωνύμιο Τσάνος< Τζάνος< και Τζανής< βενετσ. Zan(n)i= Ιωάννης (Γιάννος). Σε αυτό το τελευταίο, Zan(n)i (προφ. Τσανί), θεωρώ ότι αναφέρεται το όνομα του εν λόγω ποταμού (Τσάνας) και ότι προέρχεται, άρα, από τη βενετοκρατία. Γι’ αυτό η γραφή του μπορεί να είναι και Τσάννας με δύο [ν]. Πβ. και το μακροτοπωνύμιο Τζαν(ν)ακιανά (τα), Μαργαριτών Μυλοποτάμου [Τζαν(ν)άκ-ης (υποκορ. του Τζάνες) + επίθημα -ιανά], που στην απογραφή του 1925 καταχωρίστηκε ως Τσανακιανά (Τσανάκης ή Ζαννάκης+ επίθημα -ιανά).

PreviousNext
Χρονολογική Περίοδος
  • Χρονολογική Περίοδος
  • Βενετοκρατία
  • Τουρκοκρατία
  • Νεότεροι Χρόνοι
Ρέθυμνο
  • Περιοχή - Θέση
  • Αγ. Νικολάου-Κουμπέ-Ατσιπόπουλου-Γάλλου
  • Άγιος Νικόλαος
  • Αγροτική θέση
  • Ατσιπόπουλο
  • Γάλλος
  • Καλλιθέα
  • Καστελάκια
  • Κουμπές
  • Μασταμπάς
  • Μισίρια
  • Περιβόλια
  • Πλατανιάς
  • Ποτάμι-ρέμα
  • Ρέθυμνο
  • Τρία Μοναστήρια
  • Ύψωμα-λόφος

Τοπωνυμικές θέσεις

Προβολή λίστας

BESbswy

Τοπωνυμικές θέσεις

Προβολή λίστας