Θοδωρίδαινα, η (στση Θοδωρίδαινας)
Ανδρωνυμικό από βαπτιστ. «Θοδωρής» (η γυναίκα του Θοδωρή), που είχε, φαίνεται, περιουσίες στην περιοχή.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι
Θοδωρίδαινα, η (στση Θοδωρίδαινας)
Ανδρωνυμικό από βαπτιστ. «Θοδωρής» (η γυναίκα του Θοδωρή), που είχε, φαίνεται, περιουσίες στην περιοχή.