Παρτσούλος, ο (στου Παρτσούλο)
Οικογενειακό «Παρτσούλος», πιθανόν, όμως, να είναι και παρωνύμιο από τουρκ. parçali (= ο κομματιαστός, ο τεμαχισμένος). Πβ. και οικογ. Παρτσαλής, Παρτσάλας, Παρτσαλάκης, Παρτσαλίδης, Παρτσάλογλου, Παρτσαλόπουλος .
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι