Όχερης ο Εγκρεμός, ο (στσ’ Όχερης τον Εγκρεμό)
Όχερη, η= η λαβή του αλετριού, του αρότρου, η έχερη.
Εγκρεμός < μεσ. ελληνική < εγκρεμνός < γκρεμνός.
Μάλλον πρόκειται για απόκρημνο μέρος, όπου αροτριούσαν τα χωράφια με το αλέτρι.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι