Μουριά, τα (στα Μουριά)
Προσηγ. μουριά, η < μορέα, η (αρχ. μόρον, το). Πρόκειται για περιλ. ουσιαστ. και φανερώνει τόπο με μουριές.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι
Μουριά, τα (στα Μουριά)
Προσηγ. μουριά, η < μορέα, η (αρχ. μόρον, το). Πρόκειται για περιλ. ουσιαστ. και φανερώνει τόπο με μουριές.