Τοπωνυμικό
Μενού πλοήγησης
Λιβάδια\{ width=

Λιβάδια

Λιβάδια, τα (στα Λιβάδια)
Το λιβάδι είναι τμήμα γης ποτιστικό κατά το καλοκαίρι και ως εκ τούτου πράσινο, εύφορο και καλλιεργήσιμο. Από προσηγορικό «λιβάδιον» (το), υποκορ. του αρχ. λιβάς, – άδος (η). Πρόκειται για εξαιρετικά σύνηθες τοπωνύμιο, που απαντά και στον ενικό αριθμό ως Λιβάδι (στο), αλλά και ως μεγεθ., τόσο στον ενικό [στη Λιβάδα, στη Λιβαδάρα] όσο και στον πληθ. αριθμό [στσι Λιβάδες, στσι Λιβαδάρες], καθώς, επίσης, και ως υποκορ. Λιβαδάκια (στα) ή και Λιβαδούρι (στο) με το σπάνιο επίθημα –ούρι, πληθυντ. -ούρια που σημαίνουν «μικρό λιβάδι».