Λακκούδια, τα (στα Λακκούδια)
Υποκορ. «λακκούδι» και πληθ. «λακκούδια» < λάκκος (= επίπεδη έκταση, καλλιεργήσιμη, που χαμηλώνει σε σχέση με τη γύρω περιοχή).
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι
Λακκούδια, τα (στα Λακκούδια)
Υποκορ. «λακκούδι» και πληθ. «λακκούδια» < λάκκος (= επίπεδη έκταση, καλλιεργήσιμη, που χαμηλώνει σε σχέση με τη γύρω περιοχή).