Κεφάλα, η (στη Gεφάλα)
Κεφάλα (μεγεθ.) από κεφάλι, το (= ύψωμα εδαφικό με κορυφή όχι οξεία, αλλά κάπως επίπεδη – ομαλός γήλοφος).
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι
Κεφάλα, η (στη Gεφάλα)
Κεφάλα (μεγεθ.) από κεφάλι, το (= ύψωμα εδαφικό με κορυφή όχι οξεία, αλλά κάπως επίπεδη – ομαλός γήλοφος).