Καβούσι, το (στο Καβούσι)
Καβούσι, το (τούρκ. kavuz= πηγή ύδατος), από τουρκ. λέξη καβούς (= πηγή). Καβουσάκι, το (= μικρή πηγή ύδατος).
Καβούσι, το (στο Καβούσι)
Καβούσι, το (τούρκ. kavuz= πηγή ύδατος), από τουρκ. λέξη καβούς (= πηγή). Καβουσάκι, το (= μικρή πηγή ύδατος).