Κατζάβελος, o (στο Gατζάβελο)
Προφανώς, πρόκειται για παραφθορά του εθν. Κατσίβελος= γύφτος ή του προσηγορικού κατσίβελος (cattivello), υποκορ. του cattivo <λατ. captivus= αιχμάλωτος, δούλος, αθίγγανος και από αυτό και το βενετσ. οικογ. Κατσιβέλης (και Κατσιβελάκης).
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι