Κάρλος, ο (στο Gάρλο)
Κάρλος, ο (διαλ.)= το κρεμμύδι. Πβ., ακόμη, διαλ. κάρλος, ο= ο καυλός του φυτού των κρομμύων (Κύθηρα) και ο «κάρωνας, το αρσενικό κρεμμύδι» (Αμοργός). Δεν αποκλείεται, πάντως, και παρετυμολογία προς το ιταλ. carlo του (ιταλ.) scalogno= πράσινο φρέσκο κρεμμύδι (με συνεπίδραση του ιταλ. scarola= μαρούλι ή πράσινη σαλάτα). Άρα, όπως και να έχει, θεωρούμε ότι πρόκειται για φυτώνυμο.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι