Καπόνη ο Λάκκος, ο (στου Καπόνη το Λάκκο)
Περιφραστ. τοπων. από οικογεν. Καπόνης + ουσιαστ. λάκκος. Περί «λάκκου» βλ. στο τοπων. Λακκούδια του παρόντος οικισμού. Το οικογεν. Καπόνης, αγνώστου ετύμου, απαντά και σήμερα (ως Καπώνης) στο Μεσολόγγι- Αγρίνιο (διαδίκτυο). Πρέπει, πάντως, να έχει σχέση με το κάπος (Κέρκυρα), από ιταλ. capo (= προϊστάμενος εργατικής ομάδας). Πβ. και οικογ. Κάπος
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι