Γρύλ(λ)ος, ο (στου Γρύλ(λ)ου)
Γνωστό οικογ. από ρ. γρυλώνω [= γουρλώνω, ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου (πβ. Παναγία η Γρυλού, στο χωριό Πασσαλίτες του νομού Ρεθύμνου, που τα παλιά χρόνια θεωρούνταν ότι θεράπευε την πανούκλα, γιατί η τελευταία, λέγανε, φοβόταν την Παναγία του χωριού που γρυλώνει, ανοίγει, δηλαδή, διάπλατα τα μάτια της)].
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι