Τοπωνυμικό
Μενού πλοήγησης
Ατσιπόπουλο\{ width=

Ατσιπόπουλο

Ατσιπόπουλο, το (στ” Ατσιπόπουλο) [ίδιος οικισμός]
Ο Ξανθουδίδης πιστεύει ότι πρόκειται για την περσική λέξη sipahi ή sipah, που δηλώνει τον στρατιώτη. Τη λέξη αυτήν παρέλαβαν οι Βυζαντινοί είτε απ’ ευθείας είτε διά των Αράβων και διά του προθετικού [α] και τσιτακισμού την έκαμαν ατζιπάς, -άδες και αναφέρεται σε μισθοφόρους Ατσιπάδες= στρατιώτες (από τη λέξη αυτήν και το Ατσιπόπουλο) από τους οποίους, επί Νικηφόρου Φωκά, αριθμούσαν πολλούς τα βυζαντινά στρατεύματα.
Για την ιστορία, γνωρίζουμε ότι ο συνετός στρατηγός, μετά την κατάκτηση του νησιού (961) και προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχή του, αλλά και προς ενίσχυση του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου, κατοίκησε πολυάριθμους παλαίμαχους στρατιώτες του και μισθοφόρους, μοιράζοντας την Κρητική γη σε αυτούς. Τότε, μαζί με τους λοιπούς Έλληνες, κατοίκησαν στη Μεγαλόνησο και Αρμένιοι (γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουν τέσσαρα χωριά «Αρμένοι», καθώς και «Αρμενοχώρι»), Τσάκωνες (πβ. χωριό: «Τσακώνω»), Σλάβοι (πβ. χωριά «Σκλάβοι», «Σκλαβεροχώρι») και άλλοι Βάρβαροι (χωριά: «Βάρβαροι» και «Βαρβάρω»= μισθοφόρων), αλλά και Ατσιπάδες [πβ. «Ατσιπάδες» (Κοξαρές), «Ατσιπάδες» (Μεγάλης Βρύσης Μονοφατσίου), «Ατσιπάδες» (δήμου Αρκαλοχωρίου), αλλά και «Ατσιπόπουλο» Ρεθύμνου και σημαίνει, λοιπόν, αυτό το τελευταίο, στρατιώτες μισθοφόρους ή δορυφόρους και σωματοφύλακες εκ διαφόρων χωρών από τους οποίους αριθμούσαν πολλούς τα βυζαντινά στρατεύματα, άρα το τοπωνύμιο, ως έχει, διασώζει μίαν ενδιαφέρουσα ιστορική πληροφορία των στρατευμάτων του Νικηφόρου Φωκά, του ελευθερωτή της Κρήτης.