Αλώνι, το (στ” Αλώνι)
Από την ύπαρξη αλωνιού, για το αλώνισμα των δημητριακών, σε μιαν εποχή πριν ακόμα αστικοποιηθεί η εν λόγω περιοχή.
Αλώνι (= στρογγυλός επίπεδος χώρος) < μεσ. ελλ. αλώνι(ν) < ελληνιστ. κοινή ἁλώνιον, υποκορ. του ἅλως. Το ίδιο τοπων. απαντά στον τέως Δήμο Ρεθύμνου και ως Λουράκια (στα) ή Αλώνι, στο (στην περιοχή του Μασταμπά), αλλά και σύνθετο ως Παλιάλωνα, τα (στην περιοχή του Γάλλου), τα οποία βλ. στους Νεότερους Χρόνους.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι