Τοπωνυμικό
Μενού πλοήγησης
Σαμαράδες\{ width=

Σαμαράδες

Σαμαράδες, οι (στσι Σαμαράδες)
Πληθυντ. της κοινής ελληνικής λέξης «σαμάρι» (κρητ. σωμάρι)= το σάγμα, το εξόγκωμα και μεταφορικά- ως τοπωνύμιο- μικρά υψώματα που μοιάζουν με σαμάρι, από τουρκ. samár< αντιδάν. από ελλ. σαμάρι < ελληνιστ. σαγμάριον< αρχ. σάγμα, το. Οπότε, το εν λόγω τοπωνύμιο αναφέρεται στη διαμόρφωση του εδάφους (εδαφωνύμιο) στη συγκεκριμένη περιοχή, που παρουσιάζει συνεχή εξογκώματα, εξάρματα, που δίνουν την εικόνα σαμαριού.