Μαυρόσπηλιος, ο (στο Μαυρόσπηλιο)
Σύνθετο από μαύρος + σπήλιος (<σπήλαιο), που φανερώνει το σκοτεινό χρώμα του σπηλαίου.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι
Μαυρόσπηλιος, ο (στο Μαυρόσπηλιο)
Σύνθετο από μαύρος + σπήλιος (<σπήλαιο), που φανερώνει το σκοτεινό χρώμα του σπηλαίου.