Αροσταλίδα, η (στην Αροσταλίδα)
Προφανώς από «αρός» [αρχ. επίθ. ναρός, α, όν (ρ. νάω)= υγρός, ρευστός, ο ρέων] + «σταλίς» [δωρ. τύπος του στηλίς< ελληνιστ. στηλίς,- ίδος (η)= σύνορο, όριο], άρα, πρόκειται για το όριο του νερού.
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι