Απιδέ, η (στην Απιδέ)
Από το γνωστό δέντρο που φύεται στην περιοχή. Πβ. και τοπων. Μηλαπιδέ, η (= απιδιά της οποίας οι καρποί μοιάζουν με μήλα) (Άρδακτος Αγίου Βασιλείου) και Καραπιδέ [καράπιδο είναι είδος αχλαδιού με α” συνθ. το τουρκ. kara (= μαύρος), γιατί είναι σκουρότερο από τα λοιπά αχλάδια] (Σακτούρια) .
- Χρονολογική περίοδος: Νεότεροι Χρόνοι